ΜΗΝΥΜΑ

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Η εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου 1940-45

Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Το Σεπτέμβριο του 1939, η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, αντιδρώντας στην παρά τις προειδοποιήσεις τους επίθεση του Χίτλερ στην Πολωνία. Πρόκειται για την υλοποίηση της καθυστερημένης αλλά δυναμικής τους πλέον απόφασης να εναντιωθούν στην επεκτατική πολιτική τόσο της Γερμανίας όσο και του άλλου φασιστικού κράτους της Ευρώπης, της Ιταλίας, πολιτική που πραγματωνόταν με κατάληψη ξένων εδαφών από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Οι αιτίες του νέου πολέμου ανάγονται, όπως και στην περίπτωση του προηγούμενου, του Α' Παγκοσμίου, στη διαπάλη των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να διανείμουν, το καθένα προς όφελός του, τον πλούτο της εγγύς τους περιφέρειας και των αποικιών. Η ταπείνωση, άλλωστε, και οι δυσβάσταχτες "επανορθώσεις" που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου εξέθρεψαν τη φασιστική ιδεολογία και επιτάχυναν τις εξελίξεις προς το Β' Παγκόσμιο. Ο "πόλεμος αστραπή" -όπως χαρακτηρίστηκαν οι συνεχόμενες χιτλερικές νίκες που ακολούθησαν- κατέληξε στην κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης από τους Γερμανούς, ενώ η επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης επισφράγισε τα σχέδια του Χίτλερ για μια ενιαία ναζιστική Ευρώπη. Όπου επικράτησαν οι Γερμανοί, οι χώρες της Ευρώπης γνώρισαν τη "Νέα Τάξη", που σήμαινε την πολιτική υποταγή των κατακτημένων κρατών στη Γερμανία, τη στέρηση κάθε ελευθερίας, την οικονομική λεηλασία, την καταδίωξη και εξόντωση των απανταχού στην Ευρώπη Εβραίων και άλλων "ανεπιθύμητων" πληθυσμιακών ομάδων, όπως των Τσιγγάνων. Aπό το 1941, με την επίθεση της Ιαπωνίας, του τρίτου συμμάχου του ’ξονα, εναντίον του αμερικανικού στόλου στο Περλ Χάρμπορ, η οποία της άνοιξε το δρόμο για την κατάληψη όλης της νοτιοανατολικής Ασίας, η σύρραξη έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις.
Από το 1942 άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τις δυνάμεις του ’ξονα. Οι Σοβιετικοί, με τη νίκη στο Στάλιγκραντ, καθήλωσαν τα γερμανικά στρατεύματα, και προέβησαν σε δυναμική αντεπίθεση, ενώ οι Γερμανοί συντρίφθηκαν και στην Αφρική από τους Συμμάχους. H συμμαχική απόβαση στην Ιταλία (Ιούλιος 1943) προκάλεσε την πτώση του Μουσολίνι ενώ η απόβαση στη Νορμανδία (Ιούνιος 1944) οδήγησε στην απελευθέρωση της Γαλλίας. Τελικά, στις 8 Μαΐου 1945 η Γερμανία, ισοπεδωμένη και κατακτημένη από τους Συμμάχους, παραδόθηκε. Τον Αύγουστο του 1945 αναγκάστηκε σε παράδοση και η Ιαπωνία, μετά τη ρίψη των ατομικών βομβών από τους Αμερικάνους στις πόλεις της Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, σφραγίζοντας οριστικά μια εποχή και εισάγοντας ολόκληρο τον κόσμο σε μια νέα, βαθιά σημαδεμένη από την εμπειρία του.




Εισαγωγή: Ο πόλεμος

Η κατάληψη της Aλβανίας από τους Iταλούς, το 1939, αποκαλυπτική των ιταλικών προθέσεων στην περιοχή της ανατολικής Mεσογείου, αποτέλεσε το προοίμιο της επέκτασης του πολέμου και στο βαλκανικό χώρο. Μια ιταλική επίθεση στην Eλλάδα έμοιαζε προφανής, παρά τη δηλωμένη αντίρρηση του Χίτλερ και τις προσπάθειες του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος, ακροβατώντας ανάμεσα στην παραδοσιακή πρόσδεση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας στην Αγγλία και το φιλογερμανικό πνεύμα του φασιστικού χαρακτήρα καθεστώτος που είχε ο ίδιος εγκαθιδρύσει (με όλες τις διαφορές που έχουν επισημανθεί ότι το διακρίνουν από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά), επεδίωκε να κρατήσει
τη χώρα σε ουδετερότητα. Πράγματι, μετά από μια σειρά προειδοποιητικών ενεργειών -με αποκορύφωση τον τορπιλισμό από τους Ιταλούς του ευδρόμου "Έλλη" στις 15 Aυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου- που όλες έπεσαν στο κενό μπροστά στην άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να απαντήσει στις προκλήσεις, απεστάλη το ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Oκτωβρίου 1940, που απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος και τον έλεγχο πλήθους στρατηγικών σημείων της χώρας. H απόρριψη από τον Ιωάννη Μεταξά του ταπεινωτικού τελεσιγράφου, γεγονός που συνέπιπτε με την κοινή ελληνική βούληση, οδήγησε στην αυτόματη κήρυξη από τους Ιταλούς του πολέμου στην Eλλάδα, ο οποίος διεξήχθη στα βουνά της Hπείρου.
O ελληνοϊταλικός πόλεμος
Ο ενθουσιασμός του ελληνικού στρατού, η αυθόρμητη παλλαϊκή υποστήριξη του πολεμικού αγώνα και οι ορεινοί όγκοι της Ηπείρου κατέστησαν εφικτή όχι μόνο την αποτελεσματική απόκρουση των ιταλικών στρατευμάτων αλλά και μια θεαματική αντεπίθεση των Ελλήνων μέσα στο αλβανικό έδαφος. Η Μάχη της Ελλάδας, που κάλυψε συνολικά ένα διάστημα 216 ημερών και μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους, εξελίχθηκε από την αρχική άμυνα του πάτριου εδάφους (28/10/40 μέχρι 13/11/40), στην ορμητική αντεπίθεση, που απέδωσε την κατάληψη σημαντικών πόλεων και άλλων σημείων της Βορείου Ηπείρου (14/11/40 μέχρι 28/12/49), έως μία ακόμη βαθύτερη προέλαση στο αλβανικό έδαφος, με τη συντριβή της περιβόητης "εαρινής επίθεσης" των Ιταλών (29/12/40 μέχρι 5/4/41).
Tο συνολικό αποτέλεσμα ήταν η καθήλωση είκοσι επτά ιταλικών μεραρχιών στην Αλβανία από δεκαέξι ελληνικές και η επέκταση των ελληνικών συνόρων 60 χιλιόμετρα μέσα στο αλβανικό έδαφος, γεγονός που προσελήφθη και ως απελευθέρωση ελληνικών εδαφών, της Βορείου Hπείρου.
Παράλληλα προς το στρατό ξηράς, σφοδρούς αγώνες στη θάλασσα έδινε κι ο ελληνικός στόλος, προστατεύοντας τις ελληνικές μεταφορές και παρεμποδίζοντας τις ιταλικές, όπως και προφυλάσσοντας τις ακτές από εχθρικές αποβάσεις και βομβαρδισμούς. Ο ελληνικός στόλος πέτυχε εξαιρετικές νίκες επί των Ιταλών, συμβολική υπόμνηση των οποίων παρέμεινε η δράση του υποβρυχίου "Παπανικολής" και του πλωτάρχη του, Μίλτωνα Ιατρίδη. Επίσης, η ελληνική αεροπορία, αν και στοιχειωδώς εξοπλισμένη, έδωσε το δικό της αγώνα στην αναχαίτιση των εντυπωσιακά υπέρτερων ιταλικών αεροπορικών δυνάμεων.
H αναπάντεχη για όλους ελληνική νίκη κατά των Ιταλών αποτέλεσε την πρώτη συμμαχική νίκη κατά των δυνάμεων του ’ξονα και χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό απ' ολόκληρο τον αμυνόμενο κόσμο. Αξιοσημείωτος υπήρξε ακόμα και ο γερμανικός θαυμασμός για το ελληνικό κατόρθωμα. H σημασία της εξάλλου ήταν τεράστια. Διέλυσε το μύθο της παντοδυναμίας του ’ξονα, ενθάρρυνε αποφασισμένους και διστακτικούς λαούς προς αντίσταση, κατέστρεψε το γόητρο του Μουσολίνι, ενώ καθυστέρησε την προγραμματισμένη επίθεση του Χίτλερ στη Ρωσία.
H γερμανική επίθεση
Τον Απρίλιο του 1941, ο Χίτλερ αποφάσισε να συνδράμει το σύμμαχό του Μουσολίνι, μεριμνώντας ταυτόχρονα για την εξασφάλιση των βαλκανικών του νώτων, ενόψει της επίθεσής του στη Σοβιετική Ένωση. Εξάλλου, η νέα ελληνική κυβέρνηση (διάδοχη της κυβέρνησης του Μεταξά, μετά το θάνατό του στα τέλη του Ιανουαρίου του 1941) αποδέχθηκε την αγγλική προσφορά γι' αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. Ο ίδιος ο Μεταξάς είχε φανεί διστακτικός απέναντι στους ’γγλους, στην προσπάθειά του να μην προκαλέσει τη γερμανική επέμβαση εναντίον της Ελλάδας, καθώς μάλιστα εκτιμούσε ότι οι προσφερόμενες αγγλικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς για μια αποτελεσματική άμυνα. Οι Γερμανοί είχαν πλέον και πρόσχημα ώστε να επέμβουν.
Kατερχόμενοι αφενός από τη Γιουγκοσλαβία, όπου είχαν συντρίψει τη γιουγκοσλαβική αντίσταση, και αφετέρου από τη σύμμαχο του ’ξονα Βουλγαρία, οι Γερμανοί εισέβαλαν στη χώρα στις 6 Aπριλίου 1941 και περικύκλωσαν τις ελληνικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν τα συνοριακά μακεδονικά οχυρά, μαζί με μια μικρή βρετανική εκστρατευτική δύναμη από Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες. H στρατιωτική ηγεσία συνθηκολόγησε στις 23 Aπριλίου. Mπροστά στην προέλαση
των Γερμανών, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση, καθώς και βρετανικές δυνάμεις που μάχονταν μαζί με τους Έλληνες, μεταφέρθηκαν στην ακόμα ελεύθερη Κρήτη, όπου παίχτηκε η τελευταία πράξη του πολέμου.
Στις 20 Μαΐου, άρχισε η γερμανική επίθεση που συνάντησε μια σθεναρή αντίσταση, παρόλη την ελλιπέστατη αμυντική οργάνωση του νησιού. Έλληνες, ’γγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες, καθώς και οπλισμένοι κάτοικοι, περίμεναν τον εχθρό στα σημεία που προβλεπόταν η απόβασή του και τον αποδεκάτισαν. Μόλις την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατάφεραν με κόπο να αποβιβαστούν και να ξεκινήσουν σκληρές μάχες με τους αμυνόμενους, που υποχωρούσαν βήμα βήμα πολεμώντας πεισματικά, ώσπου η υπεροπλία του εχθρού τούς κατέβαλε οριστικά.
Με την κατάληψη της Κρήτης στο τέλος του Mαΐου, η Ελλάδα πέρασε οριστικά στην κατοχή των Γερμανών ενώ ο βασιλιάς και η κυβέρνηση εγκατέλειψαν τη χώρα για να εγκατασταθούν τελικά στο Κάιρο της Αιγύπτου, μαζί με τα υπολείμματα των ελληνικών δυνάμεων. Η Κρήτη πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος από πράξεις αντεκδίκησης ειδικά για την καταστροφή της ομάδας των επίλεκτων Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Ας σημειωθεί ότι η δεκαήμερη επιχείρηση κόστισε στους Γερμανούς περισσότερα θύματα απ' όσα είχαν σε ολόκληρη την επιχείρηση κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Ο αντίκτυπος του πολέμου στην πολιτιστική ζωή
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, οι πνευματικοί άνθρωποι και οι καλλιτέχνες συνενώθηκαν με τον ελληνικό λαό και επιστρατεύτηκαν κι αυτοί στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν. Από τις πρώτες μέρες της εισβολής μερικοί Έλληνες διανοούμενοι, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο ’γγελος Σικελιανός, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος κατέθεσαν μια γραπτή δήλωση διαμαρτυρόμενοι για την "ιταμή αξίωση της φασιστικής βίας".
Η πολιτιστική ζωή στα μετόπισθεν και για όσο διάστημα ο ελληνικός στρατός βρισκόταν στο μέτωπο συντονίστηκε στο ρυθμό των πολεμικών γεγονότων.
Για να εμψυχώσουν τους Έλληνες στρατιώτες, αλλά και να παρηγορήσουν τους ανθρώπους που είχαν μείνει πίσω και αγωνιούσαν, οι καλλιτέχνες του θεάτρου, ηθοποιοί, τραγουδιστές και σεναριογράφοι, επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στα γεγονότα του πολέμου. Επιθεωρήσεις με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως "Κορόϊδο Mουσολίνι", "Πολεμικές Καντρίλιες ", "Aθήνα-Pώμη
και φεύγουμε" αναδείκνυαν μια θεματική που πρόβαλλε τις ελληνικές νίκες, διακωμωδούσε την αποτυχημένη απόπειρα των Ιταλών να καταλάβουν την Ελλάδα και καλούσε όλους τους Έλληνες να δείξουν θάρρος και υπομονή. Αξέχαστα έχουν μείνει τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο που εμψύχωναν τόσο τον κόσμο στα μετόπισθεν όσο και τους στρατιώτες στα πεδία των μαχών.
Εκτός από τις επιθεωρήσεις και οι γελοιογραφίες ακολουθούσαν τα πολεμικά ανακοινωθέντα και τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο. Γνωστοί σκιτσογράφοι όπως ο Φώκος Δημητριάδης, ο Αντώνης Βώττης, ο Γ. Γκεϊβέλης, ο Σοφοκλής Αντωνιάδης, ο Nίκος Καστανάκης, ο Στ. Πολενάκης και πολλοί άλλοι αξιοποιούσαν γόνιμα τη δύναμη του γέλιου για να ενισχύσουν το ηθικό του πληθυσμού.
Στα πεδία των μαχών βρέθηκαν και ζωγράφοι με την επίσημη ιδιότητα του πολεμικού εικονογράφου, όπως ο Ουμβέρτος Αργυρός και ο Γιώργος Προκοπίου ή υπηρετώντας ως μάχιμοι, όπως ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης και ο Γιάννης Τσαρούχης που αποτύπωσαν τις εμπειρίες τους στο έργο τους. Εξάλλου, πολλοί εικαστικοί καλλιτέχνες (Κωσταντίνος Παρθένης, Γιώργος Γουναρόπουλος, Περικλής Βυζάντιος, Δημήτρης Γιολδάσης κλπ.) φιλοτέχνησαν μεμονωμένα έργα εμπνευσμένα από το έπος του 1940-41.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά μέσα λαϊκής έκφρασης αλλά και ενημέρωσης, υπήρξαν οι λαϊκές εικόνες, λιθογραφίες επώνυμων ή ανώνυμων καλλιτεχνών, που τα θέματά τους ετούτη την περίοδο ήταν αποκλειστικά αφιερωμένα στα γεγονότα του πολέμου. Οι λαϊκές εικόνες παράγονταν με αδιάπτωτο ρυθμό και πριν καλά καλά στεγνώσουν τα λιθογραφικά μελάνια από τα πιεστήρια, οι εκδότες τις έβγαζαν στους αθηναϊκούς δρόμους ενώ κάποιες ποσότητες τις διοχέτευαν και στην επαρχία.
Με αυτή την τελευταία δραστηριότητα συνδέεται και η δημιουργία αφισών από γνωστούς χαράκτες, μέλη του εργαστηρίου χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού στη Σχολή Καλών Τεχνών, οι περισσότεροι από τους οποίους συνέχισαν ένα γόνιμο όσο και μαχητικό έργο κατά την περίοδο της Κατοχής.
Εισαγωγή: Η Κατοχή
Στις 23 Aπριλίου 1941, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αναχώρησαν από την Αθήνα για την Κρήτη, ενώ οι Γερμανοί προέλαυναν προς την πρωτεύουσα. Χάος και παράλυση είναι τα χαρακτηριστικά του σύντομου διαστήματος από την αναχώρηση των κυβερνώντων ως την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Πολλοί είναι αυτοί που αναχώρησαν επίσης για την Κρήτη και τη Μέση Ανατολή ή απλώς κατέφυγαν στην Πελοπόννησο και τα νησιά. Οι συνεχείς βομβαρδισμοί δρόμων και λιμανιών από εχθρικά αεροπλάνα ολοκλήρωσαν την εικόνα της αποδιοργάνωσης και του φόβου. Στις 27 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν σε μια σχεδόν άδεια Αθήνα, αφού οι κάτοικοι έμειναν πεισματικά κλεισμένοι στα σπίτια τους. Η ύψωση της ναζιστικής σβάστικας στην Ακρόπολη σηματοδότησε την αρχή της γερμανικής κατοχής. Διόρισαν κυβέρνηση "κουΐσλιγκς" με πρώτο πρωθυπουργό το Γεώργιο Tσολάκογλου, το στρατηγό που υπέγραψε τη συνθηκολόγηση.
Με την πτώση της Κρήτης στα τέλη του Μαΐου, σημειώθηκε η ολοκληρωτική κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, που επέβαλαν τη "Nέα Tάξη", που σήμανε τη συσσώρευση εξαιρετικών δεινών και δοκιμασιών για τον ελληνικό λαό.
Η Ελλάδα περιήλθε σε τριπλή κατοχή, αφού διαμοιράστηκε ανάμεσα στους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, Iταλούς και Bουλγάρους. Στη Bουλγαρία παραχωρήθηκε μια ζώνη ανάμεσα στο Στρυμόνα και το Nέστο, που αργότερα επεκτάθηκε ως την Αλεξανδρούπολη, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Oι Γερμανοί κράτησαν τα 2/3 του Έβρου, την κεντρική και ανατολική Mακεδονία, κάποια νησιά του Aιγαίου, την Aττική και την Kρήτη. Στην Iταλία περιήλθε η υπόλοιπη Eλλάδα.
Στη ζώνη της βουλγαρικής κατοχής, την κατάσταση επιδείνωσαν οι μεθοδικές προσπάθειες αφελληνισμού που επιχείρησαν οι Βούλγαροι, με την καταδίωξη του ελληνικού πληθυσμού (φόνοι, διώξεις κληρικών και δασκάλων, μεταγωγή ανηλίκων στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα, επαχθέστατη φορολογία) και την εγκατάσταση Βουλγάρων εποίκων. Από τα κορυφαία δείγματα της βουλγαρικής θηριωδίας υπήρξαν τα γεγονότα της Δράμας, η ομαδική εκτέλεση από τους Βουλγάρους 3000 πατριωτών στο Δοξάτο και τα άλλα χωριά, προς καταστολή της αυθόρμητης εξέγερσης και κατάλυσης των βουλγαρικών αρχών κατοχής, στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου του 1941. Γενικά, η αντίδραση των Μακεδόνων και των Θρακών στην καταπίεση και τον εκβουλγαρισμό απαντήθηκε με ωμότητες που ανησύχησαν ακόμα και τη γερμανική διοίκηση.
Προσπάθειες αφελληνισμού δεν έλειψαν ούτε από την ιταλική ζώνη. Στην Ήπειρο, συμμορίες Αλβανών, εξοπλισμένων από τους Ιταλούς, τρομοκρατούσαν την ύπαιθρο ενώ οι Ιταλοί προχώρησαν στην ίδρυση αυτόνομου "πριγκιπάτου" των Βλάχων στην Πίνδο.
Στη γερμανική ζώνη η κατάσταση ήταν εξίσου απελπιστική. Η απομύζηση αγαθών, πόρων και αποθεμάτων της χώρας, που καταδίκασε την οικονομία σε απόλυτο μαρασμό και συνακόλουθα τον πληθυσμό σε θανάσιμη πείνα, η καταστροφή της κάθε λογής υποδομής (συγκοινωνίες, κτίσματα), η απάλειψη κάθε ίχνους ελευθερίας, η τρομοκρατία των κατακτητών, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις και οι εκτοπίσεις συνέθεσαν την εικόνα της ελληνικής εκδοχής της ναζιστικής νέας τάξης πραγμάτων, προκαλώντας την αντίσταση του ελληνικού λαού. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συνολικός φόρος αίματος του ελληνικού λαού στην περίοδο της Κατοχής τόσο από την πείνα και τις ποικίλες κακουχίες όσο και στο βωμό του απελευθερωτικού αγώνα συνολικά ξεπέρασε, αναλογικά προς τον πληθυσμό της χώρας, τον αντίστοιχο κάθε άλλου λαού της κατεχόμενης Ευρώπης.
Η πείνα
H οικειοποίηση των φυσικών πόρων και η επίταξη των αγαθών της χώρας, η λεηλάτηση των αποθεμάτων, εμπορικών και βιομηχανικών, από τους Γερμανούς για την αποστολή τους στη Γερμανία, η διακοπή κάθε βιομηχανικής παραγωγής -πλην όσων μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την προμήθεια στρατιωτικού υλικού στη Γερμανία- η προκλητικά ολοκληρωτική επιβάρυνση της χώρας για τη συντήρηση των δυνάμεων κατοχής παρέλυσαν απολύτως την οικονομία και έκαναν άκρως προβληματική την τροφοδότηση του ελληνικού λαού. O ιλλιγγιώδης πληθωρισμός μηδένισε τα εισοδήματα και τις αποδοχές των κατακτημένων, ενώ η κυκλοφορία αγαθών στη μαύρη αγορά, τα οποία μπορούσε κανείς να αποκτήσει πληρώνοντας σε χρυσές λίρες ή ανταλλάσσοντας τα υπάρχοντά του, συμπλήρωσαν την αδιέξοδη κατάσταση. H εξεύρεση τροφής, ειδικά στα αστικά κέντρα, αποτέλεσε μια οδυνηρή περιπέτεια και η πείνα κόστισε τη ζωή πολλών
χιλιάδων ανθρώπων. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης οργανώθηκαν συσσίτια τόσο από την Εθνική Αλληλεγγύη όσο και από τον Εκκλησιαστικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.). Το θέαμα εξαντλημένων ανθρώπων που σωριάζονταν στους δρόμους της Αθήνας, τα κάρα με τους σωρούς των πτωμάτων και οι ομαδικοί τάφοι είναι από τις σκληρότερες εικόνες για όσους τις αντίκρυσαν και για όσους τις γνώρισαν καταγραμμένες σε φωτογραφίες της περιόδου. Tο "σκληρό χειμώνα του '41", όπως κωδικοποιήθηκε στην ελληνική μνήμη ο χειμώνας '41-42, υπολογίζεται ότι 100.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από το λιμό και το ψύχος στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ενώ σε ολόκληρη την τετράχρονη Kατοχή πέθαναν περίπου 300.000 Έλληνες από πείνα, αβιταμίνωση και επιδημίες. Εξάλλου, ο κατοχικός λιμός και οι συνακόλουθες ασθένειες ενοχοποιούνται για την παιδική θνησιμότητα και την καχεξία των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

Η επιβολή της γερμανικής εξουσίας
Το φασιστικό κατοχικό καθεστώς εγκαθίδρυσε κλίμα τρομοκρατίας για να κάμψει την αντίσταση και το φρόνημα του ελληνικού λαού. Η πρόβλεψη θανατικής ποινής για την ελάχιστη ενέργεια που απέκλινε από τις διαταγές της κατοχικής διοίκησης (όπως η ακρόαση ραδιοφώνου), οι καθημερινές εκτελέσεις ομήρων και οι ομαδικές εξοντώσεις κατοίκων ολόκληρων χωριών ως αντίποινα για δολιοφθορές σε βάρος του στρατού κατοχής, οι επί τόπου εκτελέσεις πολιτών υποδεικνυόμενων ως αντιστασιακών από Έλληνες δοσίλογους στα λεγόμενα "μπλόκα", οι φυλακίσεις και οι βασανισμοί, οι εκτοπίσεις Ελλήνων στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης συναπάρτιζαν την κατασταλτική μηχανή των Γερμανών απέναντι σε κάθε αντιστασιακή ενέργεια. Στη γερμανική τρομοκρατία συνεπικούρησαν και τα λεγόμενα "Τάγματα Ασφαλείας", που αποτελούνταν από
Έλληνες και συγκροτήθηκαν για πρώτη φορά από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Εξοπλισμένα και επιτηρούμενα από τους Γερμανούς, συνεργάστηκαν μαζί τους εναντίον των αντιστεκόμενων συμπατριωτών τους και έγιναν αναφορά πίκρας και φρίκης για τους υπόλοιπους Έλληνες.
Στρατόπεδα, όπως του Χαϊδαρίου, χώροι βασανιστηρίων, όπως το κτίριο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν, τόποι εκτέλεσης, όπως το Σκοπευτήριο της Kαισαριανής στην Aθήνα και το Eπταπύργιο στη Θεσσαλονίκη, παραπέμπουν συμβολικά, στους κοινούς μας συνειρμούς, στους τόπους μαρτυρίου και θυσίας πατριωτών κατά την Kατοχή, ενώ γεγονότα όπως η πυρπόληση των Καλαβρύτων, της Κανδάνου και του Διστόμου με την παράλληλη εξόντωση
του πληθυσμού τους αποτελούν κορυφαίες ελληνικές εμπειρίες της γερμανικής βαρβαρότητας.
Εξάλλου, όπως και στην υπόλοιπη Eυρώπη, οι Nαζί διενήργησαν και στην Ελλάδα την εξόντωση του εβραϊκού στοιχείου. Το 1943, από το Μάρτιο ως τον Αύγουστο, το σύνολο σχεδόν της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης (50.000 άτομα περίπου) μεταφέρθηκε στο ’ουσβιτς, απ' όπου επέστρεψαν ελάχιστοι επιζώντες. Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ξεκληρίστηκε. Συνολικά υπολογίζεται ότι 60.000-65.000 Έλληνες εβραίοι (σε σύνολο 80.000 περίπου) εκτοπίστηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα και η συντριπτική πλειοψηφία αποτέλεσε θύματα της Τελικής Λύσης. Η Ελλάδα έχασε από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη ποσοστά του εβραϊκού πληθυσμού της ενώ εξαφανίστηκαν μερικές από τις αρχαιότερες εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης, οι οποίες διαβιούσαν στην Ελλάδα. Να σημειωθεί ότι, εκτός εξαιρέσεων, αντισημητικό κίνημα δεν βρήκε απήχηση στην Ελλάδα και πολλοί Εβραίοι βοηθήθηκαν με διάφορους τρόπους να επιζήσουν από τους χριστιανούς συμπατριώτες τους. Στη διάσωση των Εβραίων της νότιας Ελλάδας σημαντική ήταν η συμβολή της Εκκλησίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός οργάνωσε τη διαφυγή πολλών από αυτούς, ενώ και το Ε.Α.Μ/Ε.Λ.Α.Σ. συνετέλεσε επίσης στη διάσωσή τους.
Εισαγωγή: Η Aντίσταση
Aπό την πρώτη κιόλας στιγμή της Κατοχής, ο ελληνικός λαός προέβη σε αυθόρμητες πράξεις αντίδρασης, ατομικά και συλλογικά, που εξέφραζαν βούληση αντίστασης, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί και σε οργανωμένα σχήματα, με την ίδρυση των αντιστασιακών οργανώσεων από το φθινόπωρο του 1941. Από τις πρώτες τέτοιες ενέργειες, και κορυφαία για τη συμβολική της αξία, αποτέλεσε η υποστολή από την Ακρόπολη και καταστροφή της ναζιστικής σβάστικας από δυο νεαρούς φοιτητές, το Μανόλη Γλέζο και το Λάκη Σάντα, το Μάιο ακόμα του 1941. Μια άλλη δυναμική αντιστασιακή ενέργεια του πρώτου εκείνου διαστήματος αποτέλεσε η ανατίναξη του αρχηγείου της Ε.Σ.Π.Ο., μιας οργάνωσης Ελλήνων φιλοναζιστών, από την Π.Ε.Α.Ν. (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων) που είχε ως αρχηγό τον αξιωματικό της Αεροπορίας Κ. Περρίκο.
Στην αντίσταση κατά της ξένης κατοχής, που έλαβε τεράστιες διαστάσεις και ποικίλες μορφές, πήρε μέρος η πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ο επικός απόηχος του αλβανικού πολέμου από τη μια και η άσκηση συλλογικότητας που αποτέλεσε από την άλλη, ο λιμός, η μαύρη αγορά, η αφόρητη καταπίεση, το κοινό μίσος εναντίον των συνεργατών είχαν από τη μια ριζοσπαστικοποιήσει την κοινή γνώμη και από την άλλη είχαν αμβλύνει πολλές από τις παλιές πολιτικές διακρίσεις μπροστά τώρα στο κοινό αίτημα για απελευθέρωση. ’νθρωποι κάθε ηλικίας, ιδιότητας, κοινωνικής και πολιτικής ένταξης, σε πόλεις και ύπαιθρο μετείχαν στον αγώνα. Πνευματικές προσωπικότητες, καλλιτέχνες και πλήθος άλλων πολιτών, ο καθένας με τον τρόπο του, ανταποκρίθηκαν στα αντιστασιακά κελεύσματα.
Πρωτοπόρα και εντυπωσιακά άφοβη και δυναμική αποδείχτηκε η νεολαία, μαζικότερη και δυναμικότερη οργάνωση της οποίας υπήρξε η Ε.Π.Ο.Ν. Στη δράση της νεολαίας πρέπει να μνημονευτεί και μια γενικότερη πολιτιστική και εκπαιδευτική προσπάθεια, που σημειώθηκε εκείνη την εποχή.
Ιδιαίτερα δυναμική και πρωτοφανής για την ελληνική πραγματικότητα ήταν η δράση που ανέπτυξαν οι γυναίκες όλων των ηλικιών, και στην Αθήνα και στην ύπαιθρο, συμμετέχοντας σε κάθε είδους αντιστασιακή κινητοποίηση ως και στον ένοπλο αγώνα. Η αντιστασιακή δράση αποτέλεσε εξάλλου για τις Ελληνίδες μια συνολικότερη ευκαιρία για την κοινωνική τους συνειδητοποίηση και απελευθέρωση.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλει να γίνει στον παράνομο αντιστασιακό Τύπο, σημαντικότατο παράγοντα του εθνικού αγώνα, που με μύριους κινδύνους λειτούργησε και κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι, πληροφορώντας τον ελληνικό λαό για την αλήθεια και τον πόλεμο και εμψυχώνοντας την αντιστασιακή προσπάθεια. Η Ελεύθερη Ελλάδα, ο Απελευθερωτής, η Γυναικεία Δράση, η Νέα Γενιά, η Δημοκρατική Σημαία, η Φλόγα, η Δόξα, η Απελευθέρωση είναι κάποια από τα πάμπολλα έντυπα που κυκλοφόρησαν, ενώ κάθε συνοικία και κάθε χώρος δουλειάς είχε το δικό του έντυπο, δακτυλογραφημένο, πολυγραφημένο ή κάποτε και χειρόγραφο. Ταυτόχρονα, φυλλάδια και προκηρύξεις γέμιζαν την Αθήνα, χάρις στην εξαιρετική ευρηματικότητα και ριψοκινδυνότητα των συντακτών και των διανομέων τους.
Oι αντιστασιακές οργανώσεις της Ελλάδας
Aπό το φθινόπωρο του 1941 οργανώθηκε στην Ελλάδα μαζική αντίσταση. Tο Σεπτέμβριο ιδρύθηκε το Eθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο (Ε.Α.Μ.), που συγκροτήθηκε από το Κ.Κ.Ε., με τη σύμπραξη άλλων, μικρότερων σοσιαλιστικών κομμάτων (Σ.Κ.Ε., Ε.Λ.Δ. και Α.Κ.Ε.) αλλά και μαζική συμμετοχή μη κομουνιστών πολιτών. Αποτέλεσε τη μαζικότερη αντιστασιακή οργάνωση της Kατοχής, συσπειρώνοντας γύρω της τους περισσότερους αντιστεκόμενους Έλληνες. Στόχοι του, όπως δηλωνόταν στο ιδρυτικό καταστατικό του, η οργάνωση της αντίστασης κατά του κατακτητή και η εξασφάλιση της δυνατότητας στον ελληνικό λαό να αποφανθεί για τον τρόπο της μεταπολεμικής του διακυβέρνησης. Το στρατιωτικό σκέλος του Ε.Α.Μ. αποτέλεσε ο Εθνικός Λαϊκός Aπελευθερωτικός Στρατός (Ε.Λ.Α.Σ.), που η δράση του άρχισε το Φεβρουάριο του 1942, υπό την ουσιαστική καθοδήγηση του Θανάση Κλάρα, γνωστού με το ψευδώνυμο ’ρης Βελουχιώτης. Επίσημος στρατιωτικός του διοικητής αναδείχθηκε αργότερα ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης.
Ακολούθησε, τον ίδιο μήνα, η ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (Ε.Δ.Ε.Σ.), που τέθηκε υπό την πολιτική ηγεσία του στρατηγού Nικολάου Πλαστήρα, ενώ τη στρατιωτική του καθοδήγηση ανέλαβε ο στρατηγός Nαπολέων Zέρβας. Συγκρότησε αντάρτικες δυνάμεις, τις Eθνικές Oμάδες Eλλήνων Aνταρτών
(Ε.Ο.Ε.Α.), που ανέλαβαν δράση από τον Ιούνιο του 1942, κυρίως στη βορειοδυτική Ελλάδα. O Ε.Δ.Ε.Σ. δεν υποστηριζόταν από κάποιο συγκεκριμένο κόμμα, αλλά μέλη του αποτέλεσαν αντιμοναρχικοί αξιωματικοί, με αίτημα, όπως επίσης δηλωνόταν στο ιδρυτικό καταστατικό, την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος στη μεταπολεμική περίοδο.
Aργότερα, τον Απρίλιο του 1943, ιδρύθηκε και τρίτη αντιστασιακή οργάνωση, η Εθνική Και Κοινωνική Απελευθέρωση (Ε.Κ.Κ.Α.), επίσης από αξιωματικούς με δημοκρατικά και αντιμοναρχικά αισθήματα και πολιτικό εκφραστή το Γεώργιο Καρτάλη. Tο ένοπλο τμήμα αυτής της ομάδας αποτέλεσε ανταρτικό σώμα, με αρχηγό το συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό και χώρο δράσης κυρίως τη Γκιώνα.
Kαι οι τρεις αντιστασιακές οργανώσεις στόχευαν σε αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας στην Eλλάδα μετά τον πόλεμο, όπως διατυπώνεται στα ιδρυτικά καταστατικά τους, εκφράζοντας το γενικευμένο λαϊκό αίτημα, μετά τις τραυματικές εμπειρίες του αυταρχικού μεταξικού καθεστώτος, για κοινοβουλευτική νομιμότητα, πραγματοποίηση της ελεύθερης λαϊκής βούλησης και κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση.
Το καλοκαίρι του 1942 οι δυο πρώτες αντάρτικες δυνάμεις ήδη δρούσαν στα ελληνικά βουνά, αν και πρέπει να ειπωθεί ότι σε πολλά μέρη της Ελλάδας σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις είχαν αρχίσει να σημειώνονται και λίγο νωρίτερα, ενώ στην Κρήτη θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δε μεσολάβησε διάστημα αδράνειας από το τέλος του πολέμου ως τις πρώτες εκδηλώσεις αντιστασιακής δράσης. Πολλές είναι ακόμη οι αντιστασιακές οργανώσεις που δρούσαν στη διάρκεια της Κατοχής τόσο στην πόλη όσο και στο ύπαιθρο ως ένοπλες ομάδες σε άμεση σύνδεση με το Επιτελείο των Συμμαχικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Ας μνημονεύσουμε μερικές από αυτές: Ιερά Ταξιαρχία, Όμηρος, Κόδρος, Προμηθεύς, Μίδας 614. Στην τελευταία επικεφαλής ήταν ο αξιωματικός Ιωάννης Τσιγάντες, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με Ιταλούς τον Ιανουάριο του 1943.
Η αντίσταση στο εξωτερικό
Στην Aίγυπτο, συγκεντρώθηκαν -γύρω από την εκεί εγκαταστημένη ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό, από τις 21-4-41, τον Εμμανουήλ Τσουδερό- οι δυνάμεις που είχαν μεταφερθεί από την Κρήτη, καθώς και ένα μεγάλο τμήμα της παλαιάς ταξιαρχίας του Έβρου, που κατέφθασε μέσω Τουρκίας μετά τη συνθηκολόγηση στη Μακεδονία. Σ' αυτόν τον αρχικό πυρήνα του Β.Ε.Σ.Μ.Α. (Βασιλικός Ελληνικός Στρατός Μέσης Ανατολής) κατατάχθηκαν επίσης οι πολυάριθμοι φυγάδες που κυρίως προέρχονταν από τα νησιά του Αιγαίου. ’λλωστε, ήδη στην Αίγυπτο, την εποχή της άφιξης της ελληνικής κυβέρνησης, υπήρχε η λεγόμενη Δωδεκανησιακή Φάλαγγα, η οποία εκπαιδευόταν για αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον της υπό ιταλική κατοχή Δωδεκανήσου. Γύρω από αυτές τις ελεύθερες ελληνικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν οι χιλιάδες Έλληνες ναυτεργάτες, καθώς και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες που διαπεραιώνονταν εκεί, διαφεύγοντας από την Ελλάδα. Από τον Οκτώβριο του 1941 ιδρύθηκε η Α.Σ.Ο., η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση, γύρω από την οποία συσπειρώνονταν οι έχοντες αντιμοναρχικά αισθήματα.
Τον Ιανουάριο του 1943, εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής παροικίας της Aιγύπτου ίδρυσαν τον Εθνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο (Ε.Α.Σ.), που στη σύνθεση και τους σκοπούς του αντιστοιχούσε με το ελλαδικό Ε.Α.Μ.
Oι ελληνικές δυνάμεις του εξωτερικού μετείχαν στις επιχειρήσεις των Συμμάχων εναντίον του ’ξονα στην Aφρική και αργότερα στην Iταλία. Έλαβαν μέρος και στις δυο κορυφαίες μάχες, του Ελ Αλαμέιν στην Αφρική και του Ρίμινι στην Ιταλία, αλλά και αργότερα στην απόβαση στη Νορμανδία με τις κορβέτες "Τομπάζης" και "Κριεζής".
Η αντιστασιακή δράση στην ύπαιθρο και τις πόλεις
Στην ελληνική ύπαιθρο, o E.Λ.Α.Σ. ανέλαβε αντάρτικο πόλεμο εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών, την πραγματοποίηση δολιοφθορών, την παρεμπόδιση συγκοινωνιών, συνεπικουρώντας, έτσι, στις επιχειρήσεις των Συμμάχων. Aπό το καλοκαίρι του '42, στα ελληνικά βουνά δρούσαν και οι αντάρτικες ομάδες του Ε.Δ.Ε.Σ. και αργότερα και της Ε.Κ.Κ.Α. Ο Ε.Λ.Α.Σ. και ο Ε.Δ.Ε.Σ. συνδύασαν τις δραστηριότητές τους το Νοέμβριο του 1942, σε κοινό βρετανικό σχέδιο για την καταστροφή
της σιδηροδρομικής γραμμής Aθήνας-Θεσσαλονίκης, με την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. H σημασία της ενέργειας αυτής, που θεωρήθηκε από τις θεαματικότερες αντιστασιακές πράξεις της κατεχόμενης Ευρώπης, ήταν τεράστια, διότι παρεκώλυσε τον ανεφοδιασμό των γερμανικών δυνάμεων του Ρόμελ από την Ελλάδα ενώ προκάλεσε ενθουσιασμό και προσδοκίες στο λαό.
Παράλληλα με την πολεμική δράση των ανταρτών στην ύπαιθρο, αλλά και πριν απ' αυτήν, στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις, οργανώθηκαν απεργίες και άλλες δυναμικές μαζικές εκδηλώσεις, οι οποίες, χάρις στη μαζικότητα, τον ενθουσιασμό και την
αποφασιστικότητα του κόσμου που συμμετείχε, κατάφεραν σοβαρά πλήγματα στην κατοχική εξουσία. Οι αυθόρμητες φοιτητικές διαδηλώσεις και οι απεργίες με οικονομικά αιτήματα εξελίχθηκαν σ' ένα τεράστιο κίνημα διαμαρτυρίας που διαρκώς κλιμακωνόταν, ενώνοντας τις αντιστασιακές φωνές, εργατών, δημόσιων υπαλλήλων, επιχειρηματιών, φοιτητών, και πιέζοντας τις αρχές κατοχής, ξένες και ντόπιες. Θρυλική έμεινε η απεργία της 5ης Mαρτίου 1943, οπότε διαδηλώθηκε η αντίδραση του ελληνικού λαού κατά της επιστράτευσης Eλλήνων εργατών για το Pάιχ, η οποία πράγματι κατάφερε να την αναστείλει ενώ, λίγο νωρίτερα, η κηδεία του ποιητή Κωστή Παλαμά έγινε η αφορμή για μια παλλαϊκή διαδήλωση εναντίον της γερμανικής Κατοχής, που συγκλόνισε την Αθήνα.
"Ελεύθερη Ελλάδα"
Στις απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδας (την ορεινή περιοχή που εκτεινόταν από τον Κορινθιακό κόλπο ως τα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και από τις δυτικές πλαγιές της Πίνδου ως την ανατολική ακτογραμμή της Ελλάδας), το Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ. συγκρότησε το Μάρτιο του 1944 την Π.Ε.Ε.Α., ως κεντρικό πολιτικό όργανο για να "συντονίσει τις προσπάθειες και τον αγώνα για την εθνική απολύτρωση και να αναλάβει την υπεύθυνη διοίκηση των ελευθερωμένων περιοχών της χώρας". Εθνικό Συμβούλιο αναδείχτηκε κατόπιν γενικών εκλογών, στις οποίες έλαβαν για πρώτη φορά μέρος και οι γυναίκες, ενώ εξελέγησαν και πέντε γυναίκες εθνοσύμβουλοι.
Στις ελεύθερες ελληνικές περιοχές οργανώθηκε μια πολιτεία βασισμένη, κατά τις διακηρύξεις της, στη λαϊκή εξουσία.
Κύριος στόχος της ήταν η ανάπτυξη ενός νέου συστήματος τοπικής και εθνικής διοίκησης. Υπήρξε μέριμνα και πρόγραμμα για την οργάνωση της οικονομίας, την αναμόρφωση του δικαστικού και εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ εισήχθησαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τη γυναίκα και την κοινωνική της θέση.
Βασικοί κλάδοι της αυτοδιοίκησης που εφαρμόστηκε στην Ελεύθερη Ελλάδα ήταν: 1) Η διοίκηση των δήμων και κοινοτήτων και 2) H λαϊκή δικαιοσύνη. Σε κάθε κοινότητα και δήμο, ιδρύθηκαν λαϊκές επιτροπές (Επιτροπή Λαϊκής Aσφάλειας, Σχολική Επιτροπή, Εκκλησιαστική επιτροπή, Επιτροπή Κοινωνικής Πρόνοιας και Επισιτισμού και Εξελεγκτική Επιτροπή) ενώ πάλι σε κάθε κοινότητα ή δήμο ιδρύθηκαν ένα ή περισσότερα Λαϊκά Δικαστήρια δύο βαθμών (τα τοπικά πενταμελή και τα αναθεωρητικά). Οι δικαστές εκλέγονταν από τον τοπικό πληθυσμό, οι συνεδριάσεις ήταν δημόσιες, εκτός ειδικών περιπτώσεων, ενώ οι αποφάσεις
απαγγέλλονταν φανερά και ήταν οριστικές.
Kατοχυρώθηκε η συμμετοχή των γυναικών στα διάφορα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης. Γενικά η ποικίλη συμμετοχή της γυναίκας γινόταν δεκτή, τόσο στην οργάνωση των λαϊκών συσσιτίων σε πόλεις και χωριά ή ως νοσοκόμες και πλύστρες, σε προέκταση δηλαδή του παραδοσιακού τους ρόλου, όσο και στη συγκρότηση μάχιμων σωμάτων.
Πολιτιστικές δραστηριότητες ελάμβαναν επίσης χώρα. Eξαιρετικές ανάμεσά τους οι θεατρικές δραστηριότητες. Στη δράση της νεολαίας πρέπει να εγγραφεί και η μορφωτική και πολιτιστική προσπάθεια. Με πρωτοβουλία της Ε.Π.Ο.Ν. άνοιξαν και λειτούργησαν τα κλειστά από τους κατακτητές σχολεία, δημιουργήθηκαν σχολεία αναλφάβητων, λαϊκές βιβλιοθήκες, ενώ λειτούργησαν και τα Παιδαγωγικά Φροντιστήρια που εκπαίδευσαν δασκάλους και κυκλοφόρησαν αναγνωστικά βιβλία (Ελεύθερη Ελλάδα και Αετόπουλα), σε μια προσπάθεια να θεμελιωθεί μια νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα για την Ελλάδα. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του E.A.M., στο οποίο πρωτοστάτησαν εξέχουσες πνευματικές προσωπικότητες, όπως η Ρόζα Ιμβριώτη, χάραξε μία νέα προοπτική για τα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας.
Η αρχή της κρίσης
Έντονες διαφορές ιδεών και αντιλήψεων χαρακτήριζαν τους ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στρατεύτηκαν στην υπόθεση του εθνικού αγώνα. Με την πάροδο του χρόνου, οι διαφορετικοί πολιτικοί στόχοι που τελικά φάνηκε ότι έθεταν για τη μεταπολεμική Eλλάδα, ο βαθμός της ταύτισης ή της διάστασής τους προς την εξόριστη βασιλική κυβέρνηση και κυρίως η βρετανική πολιτική στα ελληνικά ζητήματα τους οδήγησαν σταδιακά σε αγεφύρωτη διάσταση. H συνεργασία των αντιστασιακών ομάδων σε επιχειρήσεις δολιοφθοράς σε βάρος των κατακτητών -μείζων ανάμεσά τους η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου- στην ουσία δε διατηρήθηκε μετά το 1942. Η αποτυχία της αποστολής της αντιπροσωπείας των εαμικών ανταρτών στο Κάιρο τον Αύγουστο του 1943 (με αιτήματα τη συμμετοχή τους στην εξόριστη κυβέρνηση και τη μη επιστροφή του βασιλιά στην Ελλάδα παρά μόνον κατόπιν διεξαγωγής θετικού γι' αυτόν δημοψηφίσματος) εξάλειψε κάθε προοπτική συνεργασίας και από τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου άρχισε καταστρεπτική διαμάχη ανάμεσα στον Ε.Λ.Α.Σ. και τον Ε.Δ.Ε.Σ. (ο οποίος ευθυγραμμίστηκε τελικά με τη βασιλική κυβέρνηση απέναντι του Ε.Λ.Α.Σ.), με ένοπλες συμπλοκές, που κατέληξε σε μια κοπιώδη ανακωχή το Φεβρουάριο του 1944. H ίδρυση το Μάρτιο του 1944 από το Ε.Α.Μ. της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.), η οποία θα ασκούσε κυβερνητικές λειτουργίες στην Ελεύθερη Ελλάδα των βουνών, με έδρα το χωριό Κορυσχάδες Ευρυτανίας, θορύβησε τα μέγιστα την εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου.
Στους κόλπους των ελληνικών δυνάμεων του εξωτερικού αναπαράχθηκαν επίσης οι αντιθέσεις που χαρακτήρισαν και τα ελλαδικά αντιστασιακά σώματα μεταξύ τους και ως προς τη βασιλική κυβέρνηση. Την ίδια εποχή, ομάδες των εκεί αξιωματικών και στρατιωτών κινήθηκαν δυναμικά υπέρ του αιτήματος μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. H κίνηση αυτή, που από τους ’γγλους θεωρήθηκε ανταρσία, καταστάλθηκε από κοινές ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις και κατέληξε στον εγκλεισμό 10.000 Ελλήνων στρατιωτών σε στρατόπεδα της Αφρικής.
Αποτέλεσμα της κρίσης αποτέλεσε η ανάδειξη του Γεωργίου Παπανδρέου ως πρωθυπουργού της εξόριστης κυβέρνησης, γεγονός που σημείωσε την αρχή της διαδικασίας συγκρότησης κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Το Μάιο συγκλήθηκε γι' αυτό το σκοπό διάσκεψη στο Λίβανο, όπου παρευρέθηκαν αντιπρόσωποι απ' όλες τις αντιστασιακές και πολιτικές δυνάμεις. Η αρχική άρνηση των εαμικών, παρά την επί τόπου κατάφαση της αντιπροσωπείας τους, να συμφωνήσουν με τις προτάσεις της κυβέρνησης, κάμφθηκε τον Αύγουστο, όχι άσχετα προς την κατάληξη των αγγλοσοβιετικών συνεννοήσεων για τις ζώνες επιρροής στα Βαλκάνια. Δέχθηκαν δευτερεύουσα θέση στην κυβέρνηση Παπανδρέου ενώ, το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, με τη συμφωνία της Καζέρτας, δεσμεύθηκαν να θέσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στη διάθεση των Βρετανών. Τελικά, η κυβέρνηση Παπανδρέου, που εισήλθε στην Αθήνα με την Απελευθέρωση, αποτελούνταν και από έξι υπουργούς από το Ε.Α.Μ.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, νέες εξελίξεις μετά την αποχώρηση των Γερμανών, σε συνδυασμό με τις από καιρό μεθοδεύσεις των Βρετανών, μετά τους πανηγυρισμούς και τη διάθεση ευφορίας που ακολούθησαν την Απελευθέρωση, οδήγησαν πολύ άμεσα στην περιπέτεια ενός σκληρού εμφύλιου πολέμου που συγκλόνισε την Ελλάδα ως το 1949 και σημάδεψε την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας για πολλές δεκαετίες.
Η πολιτιστική ζωή στην κατεχόμενη και την ελεύθερη Ελλάδα
Η περίοδος της Κατοχής υπήρξε μια περίοδος δραματική για τον ελληνικό χώρο, αφού το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού βρέθηκε να απειλείται από την αθλιότητα που προκαλούσε η στέρηση ακόμα και των πιο βασικών αγαθών. Τα "μαύρα χρόνια", στη διάρκεια των οποίων ο θάνατος καραδοκούσε σε κάθε βήμα, υπήρξαν συγχρόνως μια περίοδος που μέσα από τη δυστυχία ξεπήδησε το όνειρο της ελευθερίας και της αντίστασης.
Η πολιτιστική ζωή, λοιπόν, που άνθισε τότε συναρτήθηκε με τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώθηκαν εκείνη την εποχή και προσδιορίστηκε από τη στενή
σύνδεση των δημιουργών με τον υπόλοιπο κόσμο, αφού σε μεγάλο βαθμό τους ένωσε όχι μόνο η ίδια η απελευθερωτική δύναμη της τέχνης, αλλά και οι κοινές μέριμνες, οι δυσκολίες, τα προβλήματα και η συμμετοχή στον κοινό αγώνα.
Καθόλου φτωχή δεν είναι σε τούτη την ιστορική συγκυρία η καλλιτεχνική παραγωγή. Η λογοτεχνία, τα εικαστικά και ανάμεσα σε αυτά η φωτογραφία έδωσαν ένα δημιουργικό παρόν, ενώ κοινωνοί της καλλιτεχνικής έκφρασης του θεάτρου και της μουσικής έγιναν άνθρωποι της υπαίθρου ή της πόλης που ένωσαν τη φωνή τους με τους επώνυμους δημιουργούς.
Η λογοτεχνία
Η πεζογραφική παραγωγή, όσο και το σύνολο του έντυπου λόγου, στην Κατοχή, περιοριζόταν από τη σκληρή λογοκρισία, που προσανατόλιζε τους πνευματικούς ανθρώπους στη διαμαρτυρία ή στην παρανομία.
Λίγα έργα εκδόθηκαν μέσα στην Κατοχή ενώ η πλειονότητα όσων γράφτηκαν κατά τη διάρκειά της παρουσιάστηκε λίγο μετά την απελευθέρωση. Συγγραφείς που ανήκουν σε αυτόν στον κανόνα είναι ο Γιάννης Μπεράτης, ο Λουκής Ακρίτας, ο ’γγελος Τερζάκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης και ο Παντελής Πρεβελάκης.
Δημιουργικοί υπήρξαν και οι ποιητές όπως ο ’γγελος Σικελιανός, που με την εκρηκτική του φύση έκανε αισθητή τη μαχητική του παρουσία, ο Γιάννης Ρίτσος, που έγραφε στη διάρκεια της Κατοχής αλλά εξέδωσε πολύ αργότερα, ο Νίκος
Εγγονόπουλος που με το Μπολιβάρ, το 1944, συνέδεσε τον υπερρεαλισμό με τον πατριωτισμό και ο Γιώργος Σεφέρης που με το Ημερολόγιο καταστρώματος Β' αποτύπωσε τον αντίκτυπο των γεγονότων στη Μέση Ανατολή. Τέλος, το 1943 κυκλοφόρησε σε χειρόγραφο η συλλογή Αμοργός του Νίκου Γκάτσου που συνδύαζε τον υπερρεαλιστικό με τον προφορικό λόγο, και το 1945 ο Οδυσσέας Ελύτης παρουσίασε το ’σμα ηρωϊκό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Κάποιοι από τους προηγούμενους λογοτέχνες διατύπωσαν έναν μαχητικό αντιστασιακό λόγο σε παράνομα φύλλα όπως η Ελευθερία, οι Πρωτοπόροι και τα Σοβιετικά Νέα, αλλά και σε νόμιμες περιοδικές εκδόσεις όπως τα Πειραϊκά Γράμματα, τα Φιλολογικά Χρονικά και τα Καλλιτεχνικά Νέα.
Μεγάλες παρέες λογοτεχνών, εξάλλου, σχηματίστηκαν και σύχναζαν σε διάφορα σπίτια οργανώνοντας ομαδικές συγκεντρώσεις και συμμετέχοντας σε απεργίες,
διαδηλώσεις και εράνους. Κάποιοι από αυτούς είναι η Έλλη Αλεξίου, ο Τάσος Αθανασιάδης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, ο Σωτήρης Σκίπης, η Τατιάνα Σταύρου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Μέλπω Αξιώτη, η Διδώ Σωτηρίου, ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, ο Νίκος Καρβούνης και ο Γιώργος Λαμπρινός.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως την ίδια εποχή εμφανίστηκαν και καλλιτέχνες της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, τμήμα της οποίας είχε αντικείμενο έμπνευσης τα γεγονότα της Κατοχής και της αντίστασης. Ακόμα εντυπωσιακός ήταν ο όγκος της αντιστασιακής ποίησης που δημιουργήθηκε αυτή την εποχή. Εξάλλου, αντιστασιακά τραγούδια που συντέθηκαν στις συνθήκες του βουνού ακολούθησαν τα χαρακτηριστικά των δημοτικών ασμάτων ή αποτέλεσαν διασκευές γνωστών διεθνών επαναστατικών ύμνων και λαϊκών σκοπών, που έμειναν στη μνήμη ανασημασιοδοτώντας το περιεχόμενό τους ανάλογα με τις απαιτήσεις των καιρών.
Θέατρο
Το θέατρο έδωσε το παρόν εμψυχώνοντας και ψυχαγωγώντας τους Έλληνες πολίτες σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Στις κατεχόμενες πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα οι δυσκολίες που επέβαλλαν η σκληρή λογοκρισία, η οικονομική κρίση και ο περιορισμός της κυκλοφορίας δεν πτόησαν τους καλλιτέχνες. Συχνά γνωστοί θίασοι όπως αυτός της "Κατερίνας", των Βεάκη-Μανωλίδου-Παπά-Δενδραμή ή του "Θεάτρου Τέχνης" επινόησαν διάφορα τεχνάσματα όπως την αλλαγή των ονομάτων των θεατρικών συγγραφέων και των τίτλων των έργων καθώς η λογοκρισία απαγόρευε, μεταξύ άλλων και το ανέβασμα παραστάσεων από το δραματολόγιο των συμμαχικών χωρών. Οι απόπειρες αυτές, όταν γίνονταν αντιληπτές, οδηγούσαν σε επιβολή χρηματικών ποινών ή και στο κλείσιμο των θεάτρων.
Οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου βρέθηκαν συχνά στο στόχαστρο των Γερμανών
με αποκορύφωμα το περίφημο μπλόκο του Εθνικού (1943), κατά το οποίο έγιναν συλλήψεις γνωστών ονομάτων της θεατρικής σκηνής με αφορμή μια συνέλευση των ηθοποιών.
Όμως η θεατρική δραστηριότητα πήρε άλλες διαστάσεις στην ελεύθερη Ελλάδα. Το αντιστασιακό θέατρο, άρρηκτα συνδεμένο με τις επιταγές του αγώνα, ζωντάνευε ήρωες της επανάστασης του 1821 ή αναπαριστούσε τη ζωή των ανταρτών στα βουνά και των καθημερινών ανθρώπων στην ύπαιθρο. Με έργα συχνά αυτοσχέδια, που μάλιστα κάποιες φορές γράφονταν ομαδικά, το θέατρο του βουνού στηνόταν σε πλατείες και σχολεία και έδινε την ευκαιρία σε απλούς ανθρώπους, ερασιτέχνες ηθοποιούς, να γνωρίσουν τη μέθεξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Σημαντικές φυσιογνωμίες που έγραφαν και οργάνωναν τις θεατρικές παραστάσεις ήταν ο Βασίλης Ρώτας, που ασχολήθηκε και με το κουκλοθέατρο, ο Γιώργος Κοτζιούλας και ο Γεράσιμος Σταύρου, ενώ συστηματικά παραστάσεις κουκλοθεάτρου γίνονταν από το Νίκο Ακίλογλου.
Εικαστικά-Φωτογραφία
Στο χώρο των εικαστικών τεχνών πολλοί ήταν οι καλλιτέχνες που εμπνεύστηκαν από τις εμπειρίες της Κατοχής και τις αποτύπωσαν στη δουλειά τους. Γνωστά είναι τα χαρακτικά του Γιάννη Κεφαλληνού, της Βάσως Κατράκη και του Τάσσου, η τεχνική των οποίων επέτρεπε την αναπαραγωγή τους και τα καθιστούσε προσιτά στο ευρύ κοινό. Τούτα τα έργα όπως και οι ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, που από το 1942 δημοσιεύονταν στη Νέα Εστία, αντλούσαν τα θέματά τους από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο ελληνικός λαός στις εφιαλτικές συνθήκες της Κατοχής και από τους αγώνες της αντίστασης.
Αντίστοιχες θεματικές αξιοποίησαν στο έργο τους οι Μίνως Αργυράκης, Ηλίας Φέρτης, Βάλιας Σεμερτζίδης, αλλά και πιο νέοι καλλιτέχνες, σπουδαστές τότε της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όπως οι Γιώργος Βακιρτζής, Νίκος Μπάρμπογλου και Γιάννης Στεφανίδης. Όλοι οι παραπάνω πραγματοποίησαν εκθέσεις στην ελεύθερη Ελλάδα, ενώ ο Γιάννης Στεφανίδης σχεδίασε το σήμα της Ε.Π.Ο.Ν.
Μια πολύτιμη ιστορική μαρτυρία, στο τέλος αυτής της τραγικής εποχής, έδωσαν σημαντικοί Έλληνες φωτογράφοι όπως η Βούλα Παπαϊωάννου, ο Κώστας Μπαλάφας και ο Σπύρος Μελετζής.
Η Βούλα Παπαϊωάννου, με τη βοήθεια του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού, εξέδωσε και φυγάδευσε στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της Κατοχής ένα χειροποίητο
λεύκωμα με υλικό από τους λιμοκτονούντες Έλληνες και τα αποσκελετωμένα παιδιά που φωτογράφιζε στα νοσοκομεία που επισκεπτόταν. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών περιόδευσε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας προκειμένου να καταγράψει τις καταστροφές και τις συνθήκες ζωής στην ύπαιθρο.
Ο Κώστας Μπαλάφας και ο Σπύρος Μελετζής καθιερώθηκαν με το έργο τους ως οι εικονογράφοι της αντίστασης.
Ο Κώστας Μπαλάφας έφυγε το 1942 στο βουνό και κατατάχτηκε στον Ε.Λ.Α.Σ. Στο 85ο Σύνταγμα όπου εντάχθηκε, είχε την ευκαιρία να κινείται ελεύθερα και με τη βοήθεια του Λέανδρου Βρανούση, του νεότερου εθνοσύμβουλου της Π.Ε.Ε.Α., που κρατούσε σημειώσεις, συγκέντρωσε ένα πολύτιμο φωτογραφικό υλικό. Αυτές οι φωτογραφίες, που αποτελούν μαρτυρία και οδοιπορικό μαζί και που διασώθηκαν με πολύ κόπο, αποτελούν ένα αδιαμφισβήτητο τεκμήριο της νεότερής μας ιστορίας.
Ο Σπύρος Μελετζής πάλι, οπλισμένος με τη φωτογραφική του μηχανή ανέβηκε στα απελευθερωμένα ελληνικά βουνά και απαθανάτισε, ήδη από το 1942, πολλούς επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές και πολιτικά πρόσωπα, αλλά και σημαντικές ιστορικές στιγμές του αγώνα, όπως τη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου στους Κορυσχάδες (Μάιος 1944). Με ιδιαίτερη ευαισθησία πρόβαλε στο έργο του τις γυναικείες μορφές, για παράδειγμα τις αντάρτισσες, ενώ συνολικά στη δημιουργία του ανιχνεύεται ένα έντονο ενδιαφέρον για ζητήματα αισθητικής που αποδίδεται με μια διάθεση υπέρβασης του πραγματικού.
Εισαγωγή: Απελευθέρωση
H ταχεία προέλαση του σοβιετικού στρατού προς τα Bαλκάνια, που απειλούσε να αποκλείσει τις γερμανικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, υποχρέωσε τους Γερμανούς ν' απομακρυνθούν το συντομότερο από την Eλλάδα. Η αναχώρησή τους άρχισε από την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκαν η Aθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σ' ένα τεράστιο λαϊκό παραλήρημα. Eλληνικές σημαίες και καμπανοκρουσίες πλημμύρισαν την πρωτεύουσα, ενώ πλήθη κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό. Με ενθουσιασμό έγιναν δεκτά στην πρωτεύουσα τα βρετανικά στρατεύματα ενώ οι εορτασμοί κορυφώθηκαν με την άφιξη του Παπανδρέου και της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στις 18 του ίδιου μήνα.
Πίσω, όμως, από την πανηγυρική και συναινετική ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης, επικρέμονταν εκείνα τα προβλήματα και οι αντιθέσεις, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα ξεσπούσαν για να κορυφωθούν στην εμφύλια τραγωδία.
Η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη. Οι απώλειες του ελληνικού λαού στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα ήταν πάμπολλες: ο αριθμός των νεκρών σε μάχες, των εκτελεσμένων και δολοφονημένων, όσων θανατώθηκαν ως όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα και όσων πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανέρχεται σε περίπου 500.000. Τα πάσης φύσεως καμένα κτίρια υπολογίζονται στα 155.000 ενώ οι πυροπαθείς οικογένειες σε 111.000 σε όλη την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι 1.700 ήταν τα ολοκληρωτικά πυρπολημένα ελληνικά χωριά. Οι ζημιές στην οικονομία υπολογίζονται σε 40-80% μείωση της γεωργικής παραγωγής στα διάφορα αγροτικά προϊόντα, μείωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου κατά 50% για τα μεγάλα ζώα και 30% για τα μικρά, ελάττωση των δασών κατά 20%, καταστροφή των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων και νέκρωση της σχετικής παραγωγής, ελάττωση της βιομηχανικής
παραγωγής κατά 50%, καταστροφή των συγκοινωνιών, δηλαδή του σιδηροδρομικού υλικού και δικτύου και του οδικού δικτύου, αρπαγή του 70% των αυτοκινήτων, καταστροφή λιμανιών και της διώρυγος της Κορίνθου, απώλεια κατά 73% της εμπορικής και επιβατηγού ναυτιλίας της χώρας. Για την Ελλάδα, η μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη επανέφερε το αίτημα για ικανοποίηση των εθνικών αξιώσεων της χώρας όσον αφορά στην ενσωμάτωση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου και των Δωδεκανήσων. Ο ρόλος της χώρας στο συμμαχικό αγώνα και οι αρχές που περιλήφθηκαν σε διεθνείς διακηρύξεις, όπως ο Χάρτης του Ατλαντικού (Αύγουστος 1941) και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (Ιούνιος 1945), δημιουργούσαν αισιοδοξία για την ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος. ’λλωστε, στη διάρκεια του πολέμου, δεν είχαν λείψει οι διαπραγματεύσεις και οι συζητήσεις για τα ζητήματα αυτά τόσο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους Βρετανούς, όσο και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Από τις ελληνικές προσδοκίες εκπληρώθηκε μόνο αυτή που αφορούσε στην ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, που πραγματοποιήθηκε με τη Συνθήκη των Παρισίων το Φεβρουάριο του 1947. Οι αξιώσεις για τα εδάφη της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου προσέκρουσαν στην προτεραιότητα των Μεγάλων Δυνάμεων για διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων και αποφυγή νέων αναταραχών στην ευρύτερη περιοχή, έναντι της εφαρμογής των εξαγγελμένων αρχών. Οι, κατά την εκτίμησή τους, επιπτώσεις που θα είχε η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου στην Ελλάδα ως προς την ισορροπία του χώρου αλλά και η υποτονικότητα της ίδιας της Ελλάδας, λόγω της ταραγμένης κατάστασης στο εσωτερικό της, την εποχή των διαπραγματεύσεων, οδήγησαν στον αποκλεισμό των περιοχών αυτών από την ελληνική εθνική επικράτεια. Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, η Ελλάδα απέκτησε τα οριστικά της σύνορα.

Από το θρίαμβο της Απελευθέρωσης στην τραγωδία του Εμφυλίου Τα Δεκεμβριανά
Στο αμέσως επόμενο της απελευθέρωσης (18 Οκτωβρίου 1944) διάστημα, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας συγκλονίστηκε από σοβαρότατες αντιθέσεις που σχετίζονταν με την ευρεία κοινωνική και πολιτική αναταραχή σε ολόκληρη τη χώρα και οξύνονταν ακόμα περισσότερο με την ανοιχτή και συστηματική παρέμβαση των Βρετανών, που ήταν αποφασισμένοι να επιλύσουν το ζήτημα σύμφωνα με τις πολιτικές τους βλέψεις.
Η κυβέρνηση κλήθηκε να αντιμετωπίσει το οξύτατο οικονομικό πρόβλημα που απειλούσε με λιμό τον πληθυσμό και καθιστούσε τους Έλληνες πολίτες θύματα των μαυραγοριτών. Ταυτόχρονα, τέθηκε το θέμα της παραδειγματικής τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή και τέλος, η μεθόδευση του αφοπλισμού των αντάρτικων ομάδων. Ήδη στην επαρχία σημειώνονταν σκληρές μάχες ελασιτών ανταρτών με τα Τάγματα Ασφαλείας καθώς και πράξεις αντεκδίκησης για τη δράση συνεργατών κατά την Κατοχή, οι οποίες, εξαιτίας της φορτισμένης ατμόσφαιρας και της όξυνσης των παθών, έφθασαν και σε πολλές ακρότητες.
Το σημείο αιχμής που τελικά δίχασε την κυβέρνηση και επέσπευσε τον εμφύλιο πόλεμο ήταν το ζήτημα του αφοπλισμού των ανταρτών.
Η πρόταση για γενικό αφοπλισμό, από τον οποίο όμως θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, μονάδες που είχαν συγκροτηθεί μετά την καταστολή της ανταρσίας της Μέσης Ανατολής, δημιούργησε αντιδράσεις. Η τελική απόρριψη της εναλλακτικής προτάσεως για ενοποίηση δυνάμεων του Ε.Λ.Α.Σ., ίσων με το σύνολο των δυνάμεων της Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ιερού Λόχου, οδήγησαν στην παραίτηση των εαμικών υπουργών στις 2 Δεκεμβρίου 1944.
Στις 3 Δεκεμβρίου, το Ε.Α.Μ. κατέβηκε σε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος. Η πρωτοφανής σε όγκο διαδήλωση κατέληξε σε συμπλοκές μεταξύ αμάχων και αστυνομίας με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Την επομένη οργανώθηκε γενική απεργία. Η Αθήνα μεταβλήθηκε σε πεδίο μαχών ανάμεσα σε μονάδες του Ε.Λ.Α.Σ. και στις κυβερνητικές δυνάμεις που περιλάμβαναν έναν αριθμό ανδρών από τα Τάγματα Ασφαλείας καθώς και τμήματα της χωροφυλακής, ενώ υποστηρίζονταν από βρετανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη κράτησαν περίπου ένα μήνα και επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Το κέντρο όμως των μαχών αποτέλεσε η Αθήνα που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα υπέστη πολλές καταστροφές και ερημώθηκε από τους βομβαρδισμούς και τις οδομαχίες. Το αποτέλεσμα κρίθηκε τελικά από την τεράστια υπεροχή σε άνδρες και πολεμικό υλικό των Βρετανών,
που ενισχύθηκαν με δύο ολόκληρες μεραρχίες, μια ταξιαρχία και αρκετά τάγματα. Η Μεγάλη Βρετανία που δε δίστασε να χρησιμοποιήσει πολεμικά αεροπλάνα, πολεμικά πλοία και τανκς ακολούθησε στην περίπτωση της Ελλάδας, συμμάχου στον αντιαξονικό αγώνα, την ίδια τακτική με αυτήν που εφάρμοζε για να επιβάλει την εξουσία της στις αποικίες. Από τις πρώτες μέρες οι ’γγλοι με τη συνεργασία της ελληνικής αστυνομίας συγκέντρωσαν έναν αριθμό αιχμαλώτων που υπολογίζεται στους 7.540 και τους μετέφεραν στη Μέση Ανατολή. Ο Ε.Λ.Α.Σ. πάλι, αποχωρώντας από την Αθήνα, κράτησε έναν αριθμό ομήρων που πιστεύεται ότι έφτασε τους 15.000. Οι δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ., που προέβαλαν σκληρή αλλά καταδικασμένη αντίσταση, στις 6 Ιανουαρίου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Στις 11 Ιανουαρίου 1945, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον ’γγλο στρατηγό Scobie, οι μάχες σταμάτησαν.
Ωστόσο, η περίοδος που ακολούθησε σημαδεύτηκε από δυσάρεστες αντιπαραθέσεις που οδήγησαν σταδιακά σε δραματικότερες εξελίξεις. Δύο πολιτικοί χώροι θα συγκρούονταν για την εξουσία και την πορεία της χώρας μέσα στις μεταπολεμικές συνθήκες.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας, 12 Φεβρουαρίου 1945
Στις 12 φεβρουαρίου 1945 υπογράφτηκε η ειρηνευτική συμφωνία της Βάρκιζας. Επρόκειτο για μια συμφωνία η οποία τερμάτιζε και θεσμικά τις πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 1944 και αποσκοπούσε στη συμφιλίωση των αντίπαλων παρατάξεων στη χώρα.
Στις συνομιλίες πήραν μέρος, εξουσιοδοτημένοι από την κυβέρνηση Πλαστήρα, ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Σοφιανόπουλος, ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης και ο υπουργός Γεωργίας Ιωάννης Μακρόπουλος, ενώ την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποτελούσαν ο Γεώργιος Σιάντος, γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του Κ.Κ.Ε., ο Δημήτριος Παρτσαλίδης, γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του Ε.Α.Μ. και ο Ηλίας Τσιριμώκος, γενικός γραμματέας της Ε.Λ.Δ. Κάθε πλευρά είχε μαζί της τρεις στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες, ενώ τις εργασίες επέβλεπαν στενά οι Βρετανοί επίσημοι στην Αθήνα.
Η συμφωνία περιλάμβανε εννέα άρθρα βάσει των οποίων αποκαθιστούνταν οι αστικές ελευθερίες, και κυρίως η ελευθερία του Τύπου και οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, εξασφαλιζόταν εκτεταμένη αμνηστεία με εξαίρεση τα αδικήματα κοινού δικαίου κατά της ζωής και της περιουσίας, ενώ λαμβανόταν η δέσμευση από την πλευρά της κυβέρνησης για εκκαθάριση των δημόσιων υπηρεσιών, της χωροφυλακής, της ασφάλειας και της αστυνομίας. Για το Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ. οριζόταν η υποχρέωση της απελευθέρωσης των ομήρων του καθώς και του αφοπλισμού των ενόπλων τμημάτων του.
Τέλος, η ελληνική κυβέρνηση υποσχόταν να συγκροτήσει έναν εθνικό στρατό στον οποίο θα γίνονταν δεκτά και μέλη του Ε.Λ.Α.Σ. και δεσμευόταν για τη διεξαγωγή γνήσιου και ελεύθερου δημοψηφίσματος το ταχύτερο δυνατόν μέσα στο 1945.
Η σημασία της συμφωνίας αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το κείμενό της δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πράγμα που προσέδιδε στο περιεχόμενό της την ισχύ νόμου.
Ωστόσο, οι εκατέρωθεν παραβιάσεις των όρων της οδήγησαν σε νέα πολιτική πόλωση και στα δραματικά γεγονότα του τελευταίου σταδίου ενός σκληρού εμφυλίου πολέμου που διήρκεσε ως το 1949. Οι ακρότητες που σημειώθηκαν στη διάρκειά του τραυμάτισαν επί δεκαετίες τη συνοχή του κοινωνικού ιστού της χώρας και αλλοίωσαν ανεπανόρθωτα την παραγωγική και κοινωνική γεωγραφία του ελληνικού λαού.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου