ΜΗΝΥΜΑ

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

ΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

Ο Ορφέας Χριστός
Η ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με το θείο, να το νιώσει κοντά του και να το ευχαριστήσει, υπάρχει από τη πρώτη στιγμή της ύπαρξης του και εκφράστηκε όχι μόνο μέσω της λατρείας και της προσευχής, αλλά και μέσω της τέχνης.
Έτσι ο άνθρωπος όλων των εποχών και όλων των θρησκειών, δημιούργησε έργα τέχνης άξια θαυμασμού, όπως τα τεράστια Ζιγκουράτ (είδος πυραμίδων) στην Αρχαία Μεσοποταμία, το Ναό του Σολομώντα στο Ισραήλ, το Παρθενώνα στην Αρχαία Ελλάδα, το Ταζ Μαχάλ στην Ινδία και έναν ακόμα ατέλειωτο κατάλογο κάθε μορφής και κάθε είδους τέχνης....

Ακόμα και όταν κάποιες μορφές της τέχνης θεωρούνται απαγορευμένες από το θρησκευτικό πιστεύω του ανθρώπου, αυτός μηχανεύεται τρόπους να ξεπεράσει αυτή την απαγόρευση ή δημιουργεί νέου είδους καλλιτεχνήματα μένοντας πιστός σ’ αυτή την απαγόρευση. Έτσι π.χ. όταν ο Μουσουλμάνος καλλιτέχνης θέλει να απεικονίσει τον προφήτη του Μωάμεθ – κάτι που απαγορεύεται στον Ισλαμισμό – μηχανεύεται το εξής. Ζωγραφίζει ολόκληρο τον προφήτη Μωάμεθ, αλλά τη θέση του προσώπου την αφήνει κενή. Αλλά και η απαγόρευση απεικόνισης του θείου δεν στέκεται εμπόδιο να εκφράσει τη τέχνη του και δημιουργεί τα περίφημα «αραβουργήματα» που στολίζουν τα τζαμιά και τα τεμένη του.
Κατ’ όμοιο τρόπο και ο πρώϊμος Χριστιανισμός φοβούμενος να μην ολισθήσει στην ειδωλολατρία – αφού ως γνωστόν η πλειοψηφία των πιστών του προέρχονταν από αυτή – αποφεύγει να απεικονίσει το Θείο. Αλλά η επιθυμία του πιστού της εποχής εκείνης να εκφραστεί μέσω της Τέχνης είναι τόσο μεγάλη και τόσο αδήριτη που δεν μπορεί να την καταπνίξει με τίποτα και θέλει οπωσδήποτε να την εκφράσει. Έτσι καταφεύγει στα σύμβολα με τα οποία ζητεί να εκφράσει τα βαθύτερα νοήματα τη πίστης του. Γι’ αυτό άλλωστε και η ζωγραφική των συμβόλων αδιαφορεί για τον νατουραλισμό και την φυσικότητα που εκφράζεται μέσω των τριών διατάσεων και καταφεύγει στην απεικόνιση των μορφών διά ελαφρών κινήσεων θέλοντας ταυτοχρόνως να αναδείξει την ιδέα του υπερφυσικού κόσμου. Η καταφυγή του στα σύμβολα γίνεται και για ένα πρόσθετο λόγο. Πως με τα σύμβολα και την αλληγορία προσπαθεί να συγκαλύψει τις ιδέες της πίστης του οι οποίες εδιώκοντο την εποχή εκείνη από την ειδωλολατρία.
Τα πρωτοχριστιανικά αυτά σύμβολα ιστορούνταν συνήθως σε τρία μέρη. Είτε σε μεμονωμένους τάφους των πιστών, είτε στις χριστιανικές σαρκοφάγους – ορθογώνιες λάρνακες των νεκρών – είτε το κυριότερον όπου άλλωστε αναδεικνύονταν και ο πλούτος της ζωγραφικής στις περίφημες κατακόμβες.
Τριμερής υπήρξε επίσης και το θεματολόγιο των συμβόλων το οποίο ήταν ειλημμένο από τον Ελληνιστικό και ειδωλολατρικό κόσμο, την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη.

ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
Ο μύθος του έρωτα και της ψυχής. Η ψυχή παριστάνεται σαν πεταλούδα ο δε έρωτας σαν πτερωτό παιδί. Συμβολίζει τον πόθο της ένωσης στην μακαριότητα του Παραδείσου. Πολλές φορές απεικονίζονται ερωτευμένοι νέοι να συλλέγουν σταφύλια ή άνθη. Ο συμβολισμός είναι ο ίδιος.
Οι τέσσερις εποχές. Από τα πιο προσφιλή θέματα. Εικονίζονται με την μορφή τεσσάρων γυναικών που φέρουν στα κεφάλια τους: ρόδα η Άνοιξη, στάχυα το Καλοκαίρι, κλήματα το Φθινόπωρο, κλάδους ελαίας ο Χειμώνας. Η ηλικία τους είναι ανάλογη με την εποχή που αντιπροσωπεύουν. Συμβολίζουν την ζωή που προέρχεται από τον θάνατο.
Η περιστερά. Ένα από τα κορυφαία σύμβολα. Άλλοτε φέρει κλαδί ελιάς ή δάφνης στο ράμφος της συμβολίζοντας την ψυχική ειρήνη στον Παράδεισο. Όταν κάθεται σε αγγείο ή πετάει σε παραδεισιακό τοπίο συμβολίζει την αθωότητα των ψυχών, όσων πέθαναν για τον Χριστό. Άλλοτε εικονίζονται δύο ή παραπάνω περιστερές να κάθονται σε κύλικα – αρχαίο κύπελλο – να πίνουν νερό που συμβολίζει το νερό της ζωής.


Η περιστερά επί του κύλικος

Ο ταώς (παγώνι). Ένα ακόμη προσφιλές θέμα. Συμβολίζει την αθανασία της ψυχής.
Το ελάφι. Συμβολίζει την ψυχή που επιποθεί τον Κύριο.
Τα ειδυλλιακά τοπία. Παριστάνονται με φυτά και άνθη και συμβολίζουν τον Παράδεισο.
Ο φοίνικας. Συμβολίζει τον Παράδεισο. Όταν ζωγραφίζονται κλαδιά του φοίνικα συμβολίζουν την νίκη κατά του θανάτου. Ο φοίνικας θεωρείται κατ’ εξοχήν δέντρο της ζωής και πολλές φορές απεικονίζονται γύρω του οι Απόστολοι με την μορφή προβάτων.
Το αμπέλι με τα κλήματα. Από τα πιο γνωστά θέματα. Συμβολίζει τον Χριστό και την Εκκλησία σύμφωνα και με τα λόγια του Χριστού «εγώ είμαι το αμπέλι και εσείς τα κλήματα».
Η ναυς (καράβι). Άλλοτε έχει κυβερνήτη τον Χριστό και συμβολίζει την Εκκλησία που την οδηγεί στον ασφαλή λιμένα της πίστης και άλλοτε τον Επίσκοπο με την ίδια σημασία.
Η άγκυρα. Σύμβολο της ελπίδας. Ανεστραμμένη υπονοεί τον Σταυρό του Κυρίου.
Ο ΙΧΘΥΣ (το ψάρι). Ίσως το πιο γνωστό σύμβολο των Χριστιανών μετά το Σταυρό. Συμβολίζει τον Χριστό και η ακροστιχίδα του σημαίνει την σωτηρία που προσφέρει ο Χριστός. Ι (Ιησούς) Χ(Χριστός) Θ(Θεού) Υ(Υιός) Σ(Σωτήρ). Ο ιχθύς συμβόλιζε και την Θεία Ευχαριστία, όπως και την έννοια του Βαπτίσματος. Οι πολλοί ιχθείς συμβολίζουν τους πιστούς.


Το σύμβολο ΙΧΘΥΣ

Ο Σταυρός. Το «Κυριακό σημείο» κατά τον Κλήμη Αλεξανδρείας είναι το πιο αγαπημένο σύμβολο των Χριστιανών. Είναι το κατ’ εξοχή σύμβολο που δηλώνει και ορίζει τον Χριστιανισμό. Με το γράμμα Ρ στην κεραία του είναι το μονόγραμμα του Χριστού. Από τον Δ΄ αιώνα και μετά συμπλέκεται το μονόγραμμα του Χριστού με τα αποκαλυπτικά γράμμα τα Α – Ω. Τον ανευρίσκουμε τον Σταυρό και στις κατακόμβες ως ταυόμορφο με την μορφή Τ δηλαδή στο μέσο ονομάτων. Π.χ. AGATPE.
Ο Ορφέας: Ο μυθικός ήρωας Ορφέας ο οποίος όταν έπαιζε την λύρα του ημέρωνε τα άγρια θηρία συμβολίζει τον Χριστό που θέλγει με την διδασκαλία του και εξημερώνει τα θηρία των παθών μας.
Εκτός των ανωτέρω απεικονίσεων στις κατακόμβες ζωγραφίζονται – σε σχέση με τα εθνικά δείπνα – ουράνια δείπνα στα οποία παριστάνονται πρόσωπα να τρώνε και να πίνουν. Τα ουράνια αυτά δείπνα πρέπει να εκλαμβάνονται συμβολικά και όχι κυριολεκτικά, διότι αναπαριστούν την μακαριότητα των τεθνεώτων οι οποίοι απολαμβάνουν τον άρτον και τον ιχθύν (Χριστό). Τέτοιου είδους έχουμε στην κατακόμβη της Αγίας Πρισκίλλας, του Αγίου Καλλίστου κ.λ.π.

ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Αρκετές σκηνές της διήγησης της Παλαιάς Διαθήκης και γνωστά πρόσωπα αυτής χρησιμοποιούνται από την πρωτοχριστιανική Τέχνη. Προσοχή όμως. Οι σκηνές και τα ιστορικά αυτά πρόσωπα δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ιστορικώς αλλά συμβολικώς.
Η πτώση των πρωτοπλάστων.
Από τα αρχαιότερα θέματα της Χριστιανικής ζωγραφικής. Συμβολίζει την αμαρτία και την απομάκρυνση του ανθρώπου από τη σχέση του με το Θεό (Παράδεισο).

Ο Νώε στη κιβωτό. Έχει την έννοια της δεομένης ψυχής.
Η θυσία του Αβραάμ. Συμβολίζει την ψυχή που θα λυτρωθεί με την θυσία.
Ο Μωϋσής αγένειος χτυπώντας με το ραβδί του για να βγάλει νερό. Σύμβολο της λυτρωτικής δύναμης του νερού κατά το Βάπτισμα.
Η ανάληψη του προφήτη Ηλία. Συμβολίζει την προς τον Παράδεισο φορά της ψυχής. Αργότερα θα εικονίζει την ανάληψη του Κυρίου.
Οι τρείς παίδες εν τη καμίνω και ο προφήτης Δανιήλ ανάμεσα στα λιοντάρια. Σύμβολα λυτρώσεως της ψυχής.
Ο προφήτης Ιωνάς. Από τα πιο αγαπημένα θέματα. Η ζωή του ιστορείται σε τρεις ή τέσσερις σκηνές. Συμβολίζει την ανάσταση των νεκρών. Αργότερα θα συμβολίσει την Ανάσταση του Κυρίου.


Ο προφήτης Ιωνάς ρίχνεται στη θάλασσα

ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ο καλός Ποιμήν. Συμβολίζει τον Χριστό «εγώ είμαι ο καλός Ποιμένας» Ιωάννη 15:11 ο οποίος ψάχνει να βρει και να σώσει το χαμένο πρόβατο (αμαρτωλό). Αγαπημένο θέμα κυρίως στη Χριστιανική γλυπτική των κοιμητηρίων. Ενέπνευσε και τις νεκρώσιμες ακολουθίες όπου ψάλλεται «το απολωλός πρόβατο εγώ ειμί».


Ο Χριστός ως "Καλός Ποιμήν"

Ο Χριστός ως αμνός. Όταν απεικονίζεται ένας συμβολίζει τον Χριστόν, δύο τους κορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Οι πολλοί τους πιστούς. Τα 12 πρόβατα ολόγυρα του αμνού, τους 12 Αποστόλους. Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος του 692 απαγορεύει με τον 82 κανόνα της την απεικόνιση του Χριστού ως αμνού. Παρίσταται πλέον με ανθρώπινο χαρακτήρα. Περίφημη είναι η παράσταση του Χριστού ως αμνού στο ψηφιδωτό του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα.
Η Βάπτιση του Χριστού. Έχει την συμβολική έννοια της λυτρωτικής δύναμης του νερού κατά το Βάπτισμα.
Η θεραπεία του τυφλού. Συμβολίζει την σωτηρία δια του Ιησού, ο οποίος άνοιξε τα μάτια της ψυχής μας.
Η θεραπεία του Παραλυτικού. Ζωγραφίζεται σε δύο φάσεις. Ως άρρωστος και μετά την θεραπεία του από το Χριστό να σηκώνει το κρεβάτι του και να φεύγει. Συμβολίζει την απαλλαγή από την αμαρτία.
Η θεραπεία της αιμορροούσας. Ομοίως συμβολίζει την λύτρωση εκ της αμαρτίας.
Ο χορτασμός των πεντασχιλίων. Οι πέντε άρτοι συμβολίζουν την ευδαιμονία του Παραδείσου.
Ο Ιησούς και η Σαμαρείτιδα. Απεικονίζεται η Σαμαρείτιδα είτε να μεταφέρει το δοχείο με το νερό ή να σκύβει και να το αντλεί από το πηγάδι. Συμβολίζει την αιώνια ζωή δια του Χριστού.
Η ανάσταση του Λαζάρου. Ως γνωστόν η ανάσταση του Λαζάρου τι άλλο μπορεί να υποδηλώνει από την ανάσταση των νεκρών.
Ο Χριστός και οι Απόστολοι. Εικονίζεται ο Χριστός ένθρονος να παραδίδει το Ευαγγέλιο είτε σε όλους τους Αποστόλους είτε στους κορυφαίους Πέτρο και Παύλο. Συμβολίζει την διάδοση των λόγων του Χριστού δια μέσου των Αποστόλων.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κωνσταντίνου Καλοκύρη: Εισαγωγή στη Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία (Η Τέχνη Ανατολής & Δύσεως)

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Τί συμβουλεύουν οἱ πατέρες γιά τό πάθος τοῦ θυμοῦ

1. Είπε Ο αββάς Αγάθων ότι ο οργίλος και ο θυμώδης άνθρωπος και αν ακόμη αναστήσει νεκρό, δεν γίνεται δεκτός από τον Θεό, αν δεν ξεπεράσει το πάθος του θυμού.
2. Είπε ό άββάς Ποιμήν ότι δεν μπορεί να είναι κανείς μοναχός, αν είναι μεμψίμοιρος, αν είναι εκδικητικός. Δεν μπορεί να είναι μοναχός κάποιος που οργίζεται. Αυτοί που κατέχονται και λειτουργούν αυτά τα πάθη, δεν είναι μοναχοί, έστω κι αν νομίζουν ότι είναι.
3.Ένας αδελφός αισθάνθηκε να ανάβει η οργή μέσα του για κάποιον συνασκητή του. Συγκρατήθηκε όμως, προσευχήθηκε, μακροθύμησε προς τον αδελφό και έτσι πέρασε χωρίς ψυχική ζημιά ο πειρασμός. Τότε είδε να βγαίνει από το στόμα του καπνός!
4. Ο αββάς Υπερέχιος είπε: Εκείνος που δεν μπορεί να συγκρατήσει τη γλώσσα του την ώρα της οργής, αυτός δεν θα μπορέσει να επιβληθεί σε κανένα πάθος του.
5. Ο άββάς Αμμωνάς λέει: Δεκατέσσερα έτη ήμουνα στη σκήτη και παρακαλούσα τον Θεό μέρα και νύκτα να μου δώσει τη Χάρη Του να νικήσω την οργή.
 6. Ρώτησαν ένα Γέροντα· τί είναι οργή; Και εκείνος απάντησε: Φιλονικία, ψευδός και αγνωσία.
7. Ένας Γέροντας είπε: Αν ανταλλάξεις με κάποιον πικρά λόγια την ώρα του θυμού και αρνηθεί ο αδελφός αυτός μετά ότι είπε τα πικρά λόγια αυτά, μην τον ερεθίσεις, με το να του λες «τα είπες». Επειδή μπορεί να παρεκτραπεί αυτός ο αδελφός πάλι και να απαντήσει «ναι, τα είπα και τί έγινε λοιπόν;» και έτσι θα γίνει μεγάλος παροξυσμός. Αλλά σιώπησε, μην πεις τίποτε. Και θα επικρατήσει ειρήνη.
8. Ο αββάς Ησαΐας λέει: Αδελφέ, αν κάποιος σε στενοχωρήσει σε κάτι και βλέπεις ότι χρειάζεται να κάνεις κάποια νύξη γι’ αυτό το θέμα στον αδελφό, αν βρίσκεσαι κάτω από την επήρεια της οργής και είσαι ψυχικά αναστατωμένος, καθόλου να μην του μιλήσεις, για να μη ταραχτείς περισσότερο. Αλλά, όταν διαπιστώσεις ότι και συ και αυτός έχετε ηρεμήσει, τότε μίλησε του. Όχι με τρόπο ελεγκτικό, αλλά σαν να του υπενθυμίζεις το σωστό. Κι αυτό να το κάνεις με πολλή ταπείνωση.
9. Ο άγιος Μάξιμος μας εξηγεί το βάθος των πραγμάτων και λέει: Το επιθυμητικό της ψυχής, όσο πιο συχνά το τροφοδοτούμε, παγιώνει στην ψυχή την έξη της φιληδονίας, η οποία είναι ακατανίκητη. Ο θυμός πάλι, όταν συνεχώς λειτουργείται από τον άνθρωπο, κάνει την ψυχή δειλή και άνανδρη. Θεραπεύονται τα δύο αυτά πάθη ως εξής: Η συνήθεια της φιληδονίας με την εντατική προσευχή, την αγρυπνία και την αυστηρή νηστεία. Ενώ ο θυμός με την καλωσύνη, τα φιλάνθρωπα βιώματα προς τον αδελφό, την αγάπη και την ευσπλαχνία .
10. Τον θυμό τον σταματά η μακροθυμία. Τον ελαττώνει η αγάπη και η συμπάθεια.
11. Πρέπει να οπλίζουμε το θυμό μας μόνο εναντίον των δαιμόνων, οι οποίοι μας πολεμούν μέσω του λογιστικού και έχουν θυμό εναντίον μας.
12. Όποιος νηστεύει από φαγητά και ποτά, ερεθίζει όμως το θυμό με πονηρούς λογισμούς, αυτός είναι όμοιος με πλοίο που ταξιδεύει στο πέλαγος και έχει δαίμονα για πλοίαρχο. Γι’ αυτό ας προσέξουμε το σκύλο μας, δηλαδή το θυμό και ας τον διδάξουμε να σκοτώνει μόνο τους λύκους, τους δαίμονες, και όχι να τρώει τα πρόβατα, αλλά να δείχνει πραότητα προς όλους τους ανθρώπους.
13. Το νου που περιπλανιέται τον σταματά η ανάγνωση, η αγρυπνία και η προσευχή. Την επιθυμία που ανάβει, τη μαραίνει η πείνα, ο κόπος και το αποτράβηγμα από τους ανθρώπους. Το φρενιασμένο θυμό τον καταπαύει η ψαλμωδία, η μακροθυμία και το έλεος.
(Ο θυμός, η οργή και η θεραπεία τους, εκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Καρέας 2008)

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Οι επτά σωματικές πράξεις της Μετάνοιας !

Απόσπασμα από το βιβλίο "Άσκηση' του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

Στην πρακτική των Πατέρων, που αναλύουμε αναφέρονται επτά σωματικές πράξεις στις οποίες στηρίζονται οι τρόποι και τα έργα της μετάνοιας. Ως πρώτη πράξη στη μετάνοια οι Πατέρες τοποθετούν την η σ υ χ ί α. Είναι η απερίσπαστη διαγωγή. Η απομάκρυνση από τα αίτια, που δημιουργούν τις αφορμές της πτώσης και της ήττας, ειδικά σε όσους είναι ασθενείς χαρακτήρες, αλλά και από αυτόν τον "ὡς λέοντα περιπατοῡντα καί ζητοῡντα νά μάς καταπιή" (' Πέτρ. ε' 8). Με την ησυχία απέχει ο αγωνιστής από τη μάταιη και άσκοπη μέριμνα και του επιτρέπεται αν θέλει να στρέψει τη σκέψη και ασχολία του προς το Θεό, απ΄όπου φωτιζόμενος από τη θεία Χάρη ανακαλύπτει τον εαυτό του, που είναι απαραίτητο καθήκον. Δεύτερη πράξη θεωρείται η ν η σ τ ε ί α. Με αυτήν καταβάλλεται και δεσμεύεται ένας από τους γίγαντες της διαστροφής - η γαστριμαργία - ο ακαταγώνιστος σύμμαχος της φύσης και του διαβόλου. Με αυτήν αιχμαλωτίζει ο τελευταίος τα πλείστα των θυμάτων του. Το πόσο απαραίτητη είναι αυτή η πράξη το απέδειξε ο Κύριος μας, όταν ανέλαβε με την παρουσία του την ανάπλασή μας, μετά το θείο βάπτισμα στον Ιορδάνη. Ποιος τώρα μπορεί να αμφισβητήσει το βάθρο αυτό της μετανοίας, της ανάπλασης, της ανάστασης, της σωτηρίας; Εάν ο αναμάρτητος και απαθής νηστεύει - και μάλιστα παρατεταμένα - ποιος θα προφασιστεί αδυναμία ή άρνηση; Αφήνω και την άσκηση της δίψας που οι έμπειροι της εγκρατείας προβάλλουν ως άριστο άθλημα κατά των παράλογων ορέξεων. Την α γ ρ υ π ν ί α, ως τρίτη πράξη, συνιστούν οι Πατέρες. Είναι το αποτελεσματικότερο μέσο φωτισμού του νου και γεννήτρια της προσευχής. Ο κόρος της υπνηλίας υποβιβάζει άμεσα τη διαύγεια του νου. Μειώνεται η διανοητική ικανότητα της λογικής φύσης να συγκρίνει, διακρίνει, επιλέξει και εφαρμόσει όσα η νόμιμη άσκηση απαιτεί. Η αγρυπνία, ως μέσο της φίλης των Πατέρων μας φιλοπονίας, πάντοτε προηγείτο στους ασκητικούς αγώνες. Και είναι γνωστή η υπερβολική άσκηση των Πατέρων στην αγρυπνία. Επέμεναν στα πολλαπλά οφέλη αυτής της αρετής, επειδή συντελούσε άριστα στη διανοητική εργασία από την οποία εξαρτώνται όλα εφ΄όσον "νοῡς ορᾶ καί νοῦς ακούει" και εκλέγει και εκτελεί. Τέταρτη και πέμπτη πράξη τοποθετούν οι Πατέρες την π ρ ο σ ε υ χ ή και την ψ α λ μ ω δ ί α. Πράγματι διαιρούσαν την εργασία της προσευχής σε δύο τρόπους, που επικρατούν στην τόσο σημαντική αυτή παναρετή. Στο όνομα της προσευχής χάραξαν την έννοια της εσωστρέφειας και ειδικά της "κατά μόνας" προς το Θεό συνομιλίας. Εκεί ο καθένας επιρρίπτει τον εαυτό του μπροστά στη θεία ευσπλαχνία και αγαθότητα και με επίμονη εξομολόγηση, δέηση, ικεσία, παράκληση ή και ευχαριστία αναφέρει τον πόνο και τον πόθο του προς "τόν δυνάμενον σῴζειν" Χριστό, το Θεό μας. Η ψ α λ μ ω δ ί α χρησιμοποιείται στις ομαδικές συναθροίσεις των πιστών. Με την υμνολογία επιτελείται εορταστικότερα η κοινή προσευχή και αυτό είναι περισσότερο αποδεκτό και εφαρμόσιμο από το λαό. Έκτη πράξη θεωρούν οι Πατέρες την α ν ά γ ν ω σ η και μελέτη λόγων και παραγγελμάτων που μας κατευθύνουν στην εν Χριστώ πνευματική μας ζωή. Ο λόγος τους Κυρίου μας "ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου" αυτό σημαίνει: Να μάθει και να κατανοήσει τις εντολές μου το θέλημά μου και μετά να γίνει τηρητής (τηρών αυτάς). Και αυτός "ἐστιν ό ἀγαπῶν με". Στο Μωσαϊκό νόμο απαιτητικότερα διέταζε ο Θεός τη μελέτη του θελήματός του και την ενασχόληση με αυτό για να μη παραλείπεται, ως καθήκον, η ακριβής τήρηση και εφαρμογή του. "Ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καί νυκτός" (Ψαλμ α' 2). Μια από τις σπουδαιότερες φροντίδες αυτού που θέλει να απαλλαγεί από τη λύσσα του "ὠρυομένου ὡς λέοντος" εναντίον μας, κατά τον Παύλο, είναι το να "μή ἀγνοώμεν τά νοήματα αὐτοῦ" (πρβλ Β' Πετρ. α' 21). Επειδή οι φίλοι και δούλοι του Θεού «οὐκ ἰδίῳ θελήματι ἀλλά Πνεύματι Ἁγίῳ φερόμενοι ἐλάλησαν καί ἔγραψαν» (πρβλ Β' Πετρ. α' 21), είναι πλέον καθήκον η μελέτη και έρευνα των λόγων και των συγγραφών τους προς πλήρη διαφώτιση και μάθηση του αόρατου πολέμου που ασίγαστα διεξάγουμε. Έβδομη πράξη θεωρούν οι Πατέρες την ε π ε ρ ώ τ η σ η τ ω ν ε μ π ε ί ρ ω ν για κάθε λόγο και πράξη. Με αυτόν τον τρόπο επισφραγίζεται το ταπεινό φρόνημα. Απουσιάζει ή αυταρέσκεια και η απειρία. "Τοῖς ταπεινοῖς" δίνει ο Κύριος το φωτισμό και τη Χάρη του. Το τέλος όλης αυτής της προσπάθειας και ετοιμασίας είναι η υπομονή, ώστε "μήτε θαρρεῖν, μήτε ἀπογιγνώσκειν" απ' όσα συνήθως συμβαίνουν είτε χαροποιά είτε επίπονα.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ "ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ" - ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ

Ερμηνεία του «Κύριε ελέησον»
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Τόμος Ε'

Συνοπτικά σχόλια
Και αυτό το μικρό κείμενο, που πραγματεύεται με χαριτωμένη απλότητα για την μονολόγιστη ευχή, παραδίδεται από τους συλλέκτες των πατερικών κειμένων της Φιλοκαλίας ανωνύμως και μέσα από τις προθέσεις τους να γνωσθεί και να καλλιεργείται από τον λαόν του Θεού η γλυκύτατη νοερά προσευχή. Για να θεμελιώσει δε την αναγκαιότητα της εκζητήσεως του θείου ελέους, ο συντάκτης του μικρού αυτού δοκιμίου ανατρέχει στην εποχή των Αποστόλων, που παρέδωσαν την ευχή, συμφώνως και προς άλλους διδασκάλους της νοεράς προσευχής. Παρ' ότι περιέχει απόψεις κοινές πλέον, γύρω από την ευχή του Ιησού, όμως, στην απλότητα του, οικοδομεί, πείθει, κατανύσσει με την ιδιαίτερη χάρη του, οπότε και με αυτό επιτυγχάνεται ο σκοπός των εκδοτών της Φιλοκαλίας, ώστε να δικαιούται να ενσωματωθεί σ' αυτή.
Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και συντομότερα «Κύριε ελέησον», από τον καιρό των Αποστόλων χαρίστηκε στους Χριστιανούς και ορίστηκε να το λένε ακατάπαυστα, όπως και το λένε. Τι σημαίνει όμως τούτο το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν, κι έτσι φωνάζουν καθημερινά ανωφελώς, αλλοίμονο, και ματαίως το «Κύριε ελέησον», και το έλεος του Κυρίου δεν το λαβαίνουν γιατί δεν ξέρουν τι ζητούν. Γι' αυτό πρέπει να ξέρομε πως ο Υιός και Λόγος του Θεού, αφότου σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και υπέμεινε τόσα πάθη και σταυρώθηκε και χύνοντας το πανάγιο αίμα Του εξαγόρασε τον άνθρωπο από τα χέρια του διαβόλου, από τότε έγινε Κύριος και εξουσιαστής της ανθρώπινης φύσεως. Και προτού βέβαια σαρκωθεί ήταν Κύριος όλων των κτισμάτων, ορατών και αοράτων, ως δημιουργός και ποιητής τους, όμως των ανθρώπων και των δαιμόνων που δε θέλησαν από μόνοι τους να τον έχουν Κύριο και εξουσιαστή τους, δεν ήταν και Αυτός Κύριος τους, ο Κύριος όλου του κόσμου. Ο πανάγαθος Θεός δηλαδή, και τους Αγγέλους και τους ανθρώπους τους έκανε αυτεξούσιους και τους χάρισε το λογικό, να έχουν γνώση και διάκριση• γι' αυτό, ως δίκαιος που είναι και αληθινός, δε θέλησε να τους αφαιρέσει το αυτεξούσιο και να τους εξουσιάζει με τη βία και χωρίς τη θέλησή τους. Αλλά εκείνους που θέλουν να είναι κάτω από την εξουσία και διακυβέρνησή Του, εκείνους ο Θεός και τους εξουσιάζει και τους κυβερνά• εκείνους πάλι που δε θέλουν, τους αφήνει να κάνουν το θέλημα τους, ως αυτεξούσιοι που είναι. Για τούτο και τον Αδάμ που πλανήθηκε από τον αποστάτη διάβολο κι έγινε κι αυτός αποστάτης του Θεού και δε θέλησε να υπακούσει στην εντολή Του, τον άφησε ο Θεός στο αυτεξούσιό του και δε θέλησε να τον εξουσιάζει τυραννικά.
Αλλά ο φθονερός διάβολος που τον πλάνησε εξαρχής, δεν έπαψε κι έπειτα να τον πλανά, ώσπου τον έκανε παρόμοιο στην αλογία με τα κτήνη τα ανόητα και ζούσε πλέον σαν ζώο άλογο και ανόητο. Μα ο πολυέλεος Θεός τον σπλαχνίστηκε τελικά κι έτσι χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη1 κι έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο• και με το πανάχραντο αίμα Του τον λύτρωσε από τη δουλεία της αμαρτίας και δια μέσου του ιερού Ευαγγελίου τον οδήγησε πως να ζει θεάρεστα. Και, κατά τον Θεολόγο Ιωάννη, μας έδωσε εξουσία να γίνομε τέκνα Θεού2 και με το θειο βάπτισμα μας αναγέννησε και μας ανέπλασε και με τα άχραντά Του μυστήρια τρέφει καθημερινά την ψυχή μας και τη ζωογονεί. Και μ' ένα λόγο, με την άκρα Του σοφία βρήκε τον τρόπο να μένει πάντοτε αχώριστος μ' εμάς κι εμείς με Αυτόν, για να μην έχει πλέον καθόλου τόπο σ' εμάς ο διάβολος. Ορισμένοι όμως από τους Χριστιανούς, ύστερα από τόσες χάριτες που αξιώθηκαν και υστέρα από τόσες ευεργεσίες που έλαβαν από τον Δεσπότη Χριστό, πλανήθηκαν πάλι από το διάβολο και εξαιτίας του κόσμου και της σάρκας ξεμάκρυναν από το Θεό και κατακυριεύονται από την αμαρτία και από το διάβολο κάνοντας τα θελήματά του. Όμως δεν είναι τελείως αναίσθητοι ώστε να μην αισθάνονται το κακό που έπαθαν. Καταλαβαίνουν το σφάλμα τους και γνωρίζουν την υποδούλωσή τους, αλλά δεν μπορούν αυτοί μόνοι τους να γλυτώσουν και γι' αυτό προστρέχουν στο Θεό και φωνάζουν το «Κύριε ελέησον» για να τους ευσπλαχνιστεί ο πολυέλεος Κύριος και να τους ελεήσει, να τους δεχτεί σαν τον άσωτο υιό3 και να τους δώσει πάλι τη θεία χάρη Του και μέσω αυτής να γλυτώσουν από τη δουλεία της αμαρτίας, ν' απομακρυνθούν από τους δαίμονες και να λάβουν πάλι την ελευθερία τους, για να μπορέσουν με τον τρόπο αυτό να ζήσουν θεάρεστα και να φυλάξουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί λοιπόν οι Χριστιανοί που, όπως είπαμε, με τέτοιο σκοπό φωνάζουν το «Κύριε ελέησον», αυτοί θα επιτύχουν εξάπαντος και το έλεος του πανάγαθου Θεού και θα λάβουν τη χάρη Του να ελευθερωθούν από τη δουλεία της αμαρτίας και να σωθούν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν είδηση από αυτά που είπαμε, μήτε γνωρίζουν τη συμφορά τους που είναι καταδουλωμένοι στα θελήματα της σάρκας και στα κοσμικά πράγματα, μήτε έχουν ευκαιρία να συλλογιστούν την υποδούλωση τους, αλλά χωρίς τέτοιο σκοπό φωνάζουν μόνο το «Κύριε ελέησον», περισσότερο από συνήθεια, αυτοί πως είναι δυνατό να λάβουν το έλεος του Θεού; Και μάλιστα τέτοιο θαυμάσιο και άπειρο έλεος; Γιατί είναι καλύτερα να μη λάβουν το έλεος του Θεού, παρά να το λάβουν και πάλι να το χάσουν, επειδή τότε είναι διπλό το φταίξιμο τους. Άλλωστε, αν κανείς δώσει κανένα πετράδι πολύτιμο στα χέρια μικρού παιδιού ή κανενός αγροίκου άνθρωπου που να μην ξέρει τι αξίζει, και αυτοί το πάρουν στα χέρια τους και το χάσουν, είναι φανερό πως δεν το έχασαν εκείνοι αλλά αυτός που τους το έδωσε.
Και για να καταλάβεις καλύτερα τα λεγόμενα, συλλογίσου πως στον κόσμο τούτο εκείνος που είναι άπορος και φτωχός και θέλει να πάρει ελεημοσύνη από κάποιο πλούσιο, πηγαίνει και του λέει «ελέησον με», δηλαδή «λυπήσου με για τη φτώχεια μου και δος μου τα αναγκαία». Και πάλι, εκείνος που έχει χρέος και θέλει να του το χαρίσει ο δανειστής του, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «λυπήσου με για την ανέχειά μου και χάρισέ μου αυτό που σου χρωστώ». Όμοια και ο φταίχτης, θέλοντας να τον συγχωρήσει εκείνος στον οποίο έφταιξε, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «συγχώρεσέ με για ό,τι σου έκανα». Από την άλλη μεριά, ο αμαρτωλός φωνάζει στο Θεό το «Κύριε ελέησον» και δεν ξέρει μήτε τι λέει, μήτε γιατί το λέει, αλλά μήτε τι είναι το έλεος του Θεού που τον παρακαλεί να του το δώσει, μήτε σε τι τον συμφέρει το έλεος που ζητά, και μόνο από συνήθεια φωνάζει «Κύριε ελέησον», χωρίς να ξέρει τίποτε. Πως λοιπόν να του δώσει ο Θεός το έλεός Του, αφού αυτός, καθώς δεν το ξέρει, το καταφρονεί και πάλι το χάνει σύντομα και αμαρτάνει περισσότερο; Το έλεος του Θεού δεν είναι άλλο, παρά η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει να ζητούμε από το Θεό εμείς οι αμαρτωλοί και να φωνάζομε ακατάπαυστα το «Κύριε ελέησον», δηλαδή «λυπήσου με, Κύριε μου, τον αμαρτωλό, στην ελεεινή κατάσταση που βρίσκομαι, και δέξου με πάλι στη χάρη Σου• δος μου πνεύμα δυνάμεως, για να με δυναμώσει ν' αντισταθώ στους πειρασμούς του διαβόλου και στην κακή συνήθεια της αμαρτίας• δος μου πνεύμα σωφρονισμού, για να σωφρονιστώ, να έρθω σε αίσθηση του εαυτού μου και να διορθωθώ• δος μου πνεύμα φόβου, για να σε φοβούμαι και να φυλάγω τις εντολές Σου• δος μου πνεύμα αγάπης για να σε αγαπώ και να μην απομακρύνομαι πλέον από κοντά Σου• δος μου πνεύμα ειρήνης, για να φυλάγει την ψυχή μου ειρηνική και να συγκεντρώνω όλους μου τους λογισμούς και να είμαι ήσυχος και ατάραχος• δος μου πνεύμα καθαρότητας, για να με φυλάγει καθαρό από κάθε μολυσμό• δος μου πνεύμα πραότητας, για να είμαι ήμερος στους αδελφούς μου Χριστιανούς και να απέχω από το θυμό• δος μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης, για να μη φαντάζομαι τα υψηλά και υπερηφανεύομαι».
Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει την ανάγκη που έχει από όλα αυτά και τα ζητά από τον πολυέλεο Θεό, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησον», αυτός βεβαιότατα θα λάβει εκείνο που ζητά και θα επιτύχει το έλεος και τη θεία χάρη του Κυρίου. Όποιος όμως δεν ξέρει τίποτε από αυτά που είπαμε, αλλά από συνήθεια μόνο φωνάζει το «Κύριε ελέησον», αυτός δεν είναι δυνατό να λάβει ποτέ το έλεος του Θεού• γιατί και πρωτύτερα έλαβε πολλές χάριτες από το Θεό μα δεν τις αναγνώρισε, μήτε ευχαρίστησε το Θεό που του τις έδωσε. Αυτός έλαβε το έλεος του Θεού όταν πλάστηκε κι έγινε άνθρωπος• έλαβε το έλεος του Θεού όταν αναπλάστηκε με το άγιο βάπτισμα κι έγινε ορθόδοξος Χριστιανός• έλαβε το έλεος του Θεού όταν γλύτωσε από τόσους κινδύνους ψυχικούς και σωματικούς που δοκίμασε στη ζωή του• έλαβε το έλεος του Θεού τόσες φορές που αξιώθηκε να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια• έλαβε το έλεος του Θεού όσες φορές αμάρτησε στο Θεό και τον πίκρανε με τις αμαρτίες του και δεν εξολοθρεύτηκε, μήτε τιμωρήθηκε παιδαγωγικά όπως του έπρεπε* έλαβε το έλεος του Θεού όταν με διάφορους τρόπους ευεργετήθηκε από το Θεό και δεν το αναγνώρισε, αλλά όλα τα λησμόνησε και δε φρόντισε καθόλου για τη σωτηρία του. Αυτός λοιπόν ο Χριστιανός πως να λάβει το έλεος του Θεού χωρίς να το αισθάνεται και χωρίς να γνωρίζει πως δέχεται τέτοια χάρη από το Θεό, καθώς είπαμε, μήτε να ξέρει τι λέει, αλλά να φωνάζει μόνο το «Κύριε ελέησον» χωρίς κανένα στόχο και σκοπό, εκτός από μόνη τη συνήθεια;
1. Ψαλμ. 17, 10.
2. Ιω. 1,12.
3. Λουκ. 15, 20.

«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». (Ἁγίου Μακαρίου Ἐπ. Κορίνθου, Ἑρμηνεία στό «Πάτερ Ἡμῶν»)


«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»
Πραγματικά, ἀδελφοί μου, εἶναι μεγάλη ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου μας καὶ ἀνερμήνευτη ἡ φιλανθρωπία ποὺ ἔδειξε καὶ δείχνει σὲ μᾶς τοὺς ἀχάριστους καὶ ἀγνώμονες πρὸς Αὐτόν, τὸν εὐεργέτη μας. Διότι, ὄχι μόνο μᾶς ἀνέστησε, ἐνῶ εἴχαμε κατρακυλήσει στὴν ἁμαρτία, ἀλλά, ἐπειδὴ ἡ ἀγαθότητά Του εἶναι ἄπειρη, μᾶς παρέδωσε καὶ πρότυπο προσευχῆς, ποὺ ἀνεβάζει τὸ νοῦ μας στὴν ὑψηλὴ κατάσταση τῆς Θεολογίας καὶ βοηθᾶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ μὴν πέσει πάλι ἀπὸ ἐπιπολαιότητα καὶ ἀφροσύνη στὰ ἴδια ἁμαρτήματα.
Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, ἔτσι ὅπως εἶναι καὶ πρέπον, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς προσευχῆς, ἀνεβάζει τὸ νοῦ μας στὸ ὑψηλὸ ἐπίπεδό τῆς Θεολογίας.Μᾶς γνωρίζει τὸν κατὰ φύση Πατέρα Του καὶ Δημιουργὸ ὅλης τῆς ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, καὶ μᾶς ἐπισημαίνει τὴν κατάσταση τῆς υἱοθεσίας, τὴν ὁποία ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἀξιωθήκαμε νὰ λάβουμε, γι’ αὐτὸ ἔχουμε καὶ τὴ δυνατότητα νὰ Τὸν φωνάζουμε κατὰ χάριν, «Πατέρα».
Διότι, ἀφοῦ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς σαρκώθηκε, δόθηκε ἐξουσία σὲ ὅλους, ὅσοι Τὸν πίστευσαν, νὰ γίνουν τέκνα καὶ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, καθὼς τὸ λέει ὁ Θεολόγος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Σ’ ὅσους Τὸν δέχθηκαν καὶ πίστευσαν σ’ Αὐτόν, ἔδωσε τὸ δικαίω0μα νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ». Ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Εἶστε ὅλοι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πιστεύετε στὸν Ἰησοῦ Χριστό». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο: «Καὶ ἐπειδὴ πραγματικὰ εἶστε παιδιά Του, ὁ Θεὸς ἀπέστειλε τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ στὶς καρδιές σας, καὶ αὐτὸ φωνάζει: Ἀββᾶ, Πατέρα μου». Δηλαδή: Ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εἶστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῆς πίστεως, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἢ νὰ τὸ πῶ καὶ διαφορετικά: Ἐπειδὴ εἶστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἔστειλε ὁ Θεὸς καὶ κατὰ Χάριν Πατέρας σας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ Του στὶς καρδιές σας, τὸ ὁποῖο φωνάζει μυστικὰ ἐκεῖ μέσα: «Πατέρα, Πατέρα μας».
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριός μας παραγγέλλει πῶς νὰ προσευχόμαστε πρὸς τὸν κατὰ Χάριν Πατέρα μας, γιὰ νὰ εἴμαστε πάντοτε, μέχρι τὸ τέλος, κάτω ἀπὸ τὴ Χάρη τῆς υἱοθεσίας. Νὰ εἴμαστε δηλαδὴ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀναγεννήσεώς μας μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ στὴ συνέχεια, μέσα στὴ ζωὴ καὶ στὴν πράξη. Διότι, ὅποιος δὲν ζεῖ πνευματικὴ ζωὴ καὶ δὲν ἔχει ἔργα πνευματικά, ἄξια τῆς ἄνωθεν ἀναγεννήσεως, ἀλλὰ τὰ ἔργα του εἶναι ἔργα σατανικά, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ὀνομάζει πατέρα του τὸν Θεό. Ἀλλὰ θὰ ὀνομάζει πατέρα του τὸν διάβολο, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου μας ποὺ λέει: «Ὁ πατέρας ποὺ ἔχετε ἐσεῖς εἶναι ὁ διάβολος, καὶ ὅσα ἐπιθυμεῖ ὁ πατέρας σας, αὐτὰ θέλετε νὰ κάνετε». Δηλαδὴ ἐσεῖς εἶστε γεννημένοι ὡς πρὸς τὴν κακία ἀπὸ τὸν πατέρα σας, τὸν διάβολο, καὶ τὶς κακὲς καὶ διεστραμμένες ἐπιθυμίες τοῦ πατέρα σας θέλετε νὰ κάνετε.
Μᾶς προστάζει δὲ νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ «Πατέρα», ἀφενὸς μὲν γιὰ νὰ μᾶς πληροφορήσει ὅτι γίναμε στ’ ἀλήθεια παιδιὰ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ἀφετέρου δέ, διότι πρέπει νὰ φυλάττουμε καὶ τὶς ἰδιότητες, δηλαδὴ τὶς ἀρετὲς τοῦ Πατέρα μας, αἰσθανόμενοι ντροπὴ κατὰ κάποιο τρόπο, γιὰ τὴ συγγένεια τὴν ὁποία ἔχουμε μὲ Αὐτόν, καθὼς ὁ Ἴδιος λέει: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ἡμῶν οἰκτίρμων ἐστίν». Δηλαδή: Νὰ γίνετε καὶ σεῖς σπλαχνικοὶ σὲ ὅλους, ὅπως εἶναι καὶ ὁ Πατέρας σας σὲ ὅλους σπλαχνικός.
Καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέει: «Ἑτοιμασθεῖτε λοιπὸν πνευματικὰ καὶ μείνετε ἄγρυπνοι, ἀφῆστε νὰ σᾶς καθοδηγεῖ πλήρως ἡ ἐλπίδα ποὺ σᾶς προσμένει, ὅταν φανερωθεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀφοῦ ἀποφασίσατε νὰ ὑπακούετε στὸν Θεό, μὴν ἀφήνετε νὰ ρυθμίζουν τὴ ζωὴ σας οἱ ἐπιθυμίες ποὺ εἴχατε πρὶν Τὸν γνωρίσετε. Ἀντίθετα, ὅλη ἡ συμπεριφορά σας νὰ εἶναι ἅγια, ὅπως ἅγιος εἶναι καὶ ὁ Θεὸς ποὺ σᾶς κάλεσε. Γιατί τὸ λέει ἡ Γραφή: Νὰ γίνετε ἅγιοι γιατί κι ἐγὼ εἶμαι ἅγιος. Κι ἀφοῦ στὶς προσευχὲς σας ὀνομάζετε τὸν Θεὸ «Πατέρα», ποὺ κρίνει τὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του, χωρὶς νὰ κάνει διακρίσεις σὲ πρόσωπα, ἔχετε ὑποχρέωση νὰ περνᾶτε τὴν πρόσκαιρη ζωὴ σας πάνω στὴ γῆ μὲ σεβασμὸ στὸν Θεό, γιὰ νὰ μὴν κατακριθεῖτε ἀπ’ Αὐτόν».
Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι «χαρακτηριστικὸ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, εἶναι νὰ γίνει κατὰ τὸ δυνατὸν παρόμοιος μὲ τὸ Πνεῦμα, ἀπὸ τὸ Ὁποῖο καὶ γεννήθηκε, καθὼς εἶναι γραμμένο, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ σαρκικὸ πατέρα εἶναι καὶ αὐτὸς σάρκα, δηλαδὴ εἶναι σαρκικός. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, εἶναι πνεῦμα, δηλαδὴ εἶναι πνευματικός».
Καὶ τρίτον, Τὸν ὀνομάζουμε «Πατέρα», διότι πιστεύσαμε σ’ αὐτόν, τὸν Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, συμφιλιωθήκαμε μὲ τὸν Θεό, τὸν οὐράνιο Πατέρα μας, ἐνῶ πρὶν ἤμασταν ἐχθροὶ μαζί Του καὶ τέκνα ὀργῆς.
Καὶ ὅταν λέει ὁ Κύριος νὰ λέμε «Πάτερ ἡμῶν», δείχνει μὲ αὐτὸ ὅτι, ὅσοι ἀναγεννηθήκαμε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ὅλοι εἴμαστε ἀδελφοὶ γνήσιοι καὶ παιδιὰ ἑνὸς Πατέρα, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει παιδιὰ τῆς Ἁγίας Ἀνατολικῆς, Ἀποστολικῆς καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡς γνήσιοι ἀδελφοί, καθὼς μᾶς προστάζει ὁ Κύριος λέγοντας: «Αὐτὴ εἶναι ἡ δική μου ἐντολή, νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον».
Καὶ ὡς πρὸς μὲν «τὸ εἶναι», δηλαδὴ τὴν πλάση καὶ δημιουργία μας, εἶναι καὶ λέγεται ὁ Θεὸς Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν πιστῶν καὶ τῶν ἀπίστων. Ἔχουμε λοιπὸν χρέος νὰ ἀγαποῦμε ὅλους τους ἀνθρώπους, διότι τοὺς ἔκαμε τὴν τιμὴ καὶ τοὺς ἔπλασε μὲ τὰ χέρια Του ὁ Θεός, καὶ μόνο τὴν κακία καὶ τὴν ἀσέβεια νὰ μισοῦμε καὶ ὄχι τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Κατὰ δὲ τὸ «εὖ εἶναι», δηλαδὴ τὴν ἀνάπλασή μας, πάλι εἶναι καὶ λέγεται ὁ Θεὸς Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀγαποῦμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, γιατί εἴμαστε διπλὰ ἑνωμένοι καὶ κατὰ τὴ φύση καὶ κατὰ τὴ Χάρη.
Ὅλοι δὲ οἱ ἄνθρωποι διαιροῦνται σὲ τρεῖς κατηγορίες: Σὲ δούλους γνήσιους, σὲ δούλους νόθους καὶ σὲ δούλους πονηρούς, ἐχθρούς του Θεοῦ.
Καὶ δοῦλοι γνήσιοι εἶναι ὅσοι πιστεύουν ὀρθά, εἶναι δηλαδὴ ὀρθόδοξοι, καὶ μὲ φόβο καὶ χαρὰ ἐπιτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Δοῦλοι νόθοι εἶναι ὅσοι πιστεύουν μὲν στὸν Χριστὸ καὶ ἔλαβαν καὶ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ἀλλὰ ὅμως δὲν ἐργάζονται τὶς ἐντολές Του.
Οἱ ἄλλοι, παρόλο ποὺ εἶναι καὶ αὐτοὶ δοῦλοι, ὡς δικά Του δημιουργήματα, εἶναι ὅμως πονηροί, ἐχθροὶ καὶ ἐνάντιοι τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ εἶναι πολὺ ἀδύνατοι καὶ μηδαμινοὶ καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐπιφέρουν κάτι κακὸ ἐναντίον Του. Καὶ αὐτοὶ εἶναι ὅσοι πίστευσαν στὸν Χριστό, ὕστερα ὅμως ἔπεσαν σὲ διάφορες αἱρέσεις.
Μαζὶ μ’ αὐτοὺς συναριθμοῦνται οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ ἀσεβεῖς.
Ὅμως ἐμεῖς ποὺ ἀξιωθήκαμε νὰ γίνουμε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ κατὰ Χάριν, διὰ τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ἂς μὴ γινόμαστε πάλι δοῦλοι στὸν ἐχθρό μας τὸν διάβολο, μὲ τὸ νὰ πέφτουμε θεληματικῶς στὰ κακά του θελήματα, γιὰ νὰ μὴ γίνουμε ὅμοιοι μ’ ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει ὁ Ἀπόστολος ὅτι «ἦταν παγιδευμένοι ἀπὸ τὸν διάβολο, γιὰ νὰ κάνουν τὸ θέλημά του».
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Πατέρας μας εἶναι στοὺς Οὐρανούς, πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ στρέφουμε τὸ νοῦ μας στὸν Οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ πατρίδα μας, ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄχι νὰ ἔχουμε στραμμένο τὸ βλέμμα μας κάτω στὴ γῆ, ὅπως οἱ χοῖροι. Ἀλλὰ νὰ προσβλέπουμε πρὸς Αὐτόν, τὸν γλυκύτατο Σωτήρα καὶ Δεσπότη μας, καὶ στὰ οὐράνια κάλλη τοῦ Παραδείσου. Καὶ αὐτὸ νὰ τὸ κάνουμε, ὄχι μόνο τὸν καιρό της προσευχῆς, ἀλλὰ ὅλον τὸν καιρὸ καὶ σὲ κάθε τόπο πρέπει νὰ ἔχουμε τὸ νοῦ μας στὸν Οὐρανό, γιὰ νὰ μὴ διασκορπίζεται ἐδῶ κάτω στὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα πράγματα.
Καί, ἂν ἀσκοῦμε κάθε μέρα βία στὸν ἑαυτό μας, καθὼς λέει ὁ Κύριος, ὅτι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ κερδίζεται μὲ βία καὶ προσπάθεια καὶ τὴν κατακτοῦν ὅσοι ἀγωνίζονται», μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ διαφυλαχθεῖ καὶ σὲ μᾶς τὸ «κατ’ εἰκόνα» σῶο καὶ καθαρό. Καὶ ἔτσι λίγο-λίγο ἀπὸ τὸ «κατ’ εἰκόνα» ἀνερχόμαστε πρὸς τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», ἁγιαζόμενοι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἁγιάζοντας κι ἐμεῖς τὸ Ὄνομά Του στὴ γῆ, λέγοντας πρὸς Αὐτὸν μαζὶ μὲ τὴν Κυριακὴ προσευχή: «Ἁγιασθήτω τὸ Ὄνομά Σου»

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Περί νοεράς προσευχής
 
Το θέμα τώρα της νοεράς προσευχής είναι πολύ ενδιαφέρον. Η νοερά προσευχή είναι μία καθαρά εμπειρική κατάστασις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται περί εμπειρίας. Ούτε ένας ψυχίατρος μπορεί να αρνηθή ότι η νοερά προσευχή είναι καθαρή εμπειρία. Η διαφορά μας με τους ψυχιάτρους θα ήταν όχι στο γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, αλλά στην αιτία που προκαλεί την νοερά προσευχή. Δηλαδή, αν το θέμα αυτό τεθή υπ’ όψιν των επιστημόνων των θετικών επιστημών, π.χ. ψυχολόγων, ψυχιάτρων, παθολόγων, βιολόγων κ.λ.π. σαν ένα φαινόμενο άξιο παρατηρήσεως και μελέτης, θα είναι υποχρεωμένοι οι άνθρωποι αυτοί, εφαρμόζοντες την επιστημονική μέθοδο ερεύνης, να προβάλουν υποθέσεις.
Βέβαια η Εκκλησία έχει την δική της κατατεθειμένη εμπειρία του φαινομένου. Ένας, που έχει νοερά προσευχή μέσα του, «ακούει» ο ίδιος την προσευχή αυτή να λέγεται μέσα στην καρδιά του. Και υπάρχει εκατοντάδων ετών παράδοσις αυτής της πνευματικής καταστάσεως. Από τους αγίους έχει δοθή μία συγκεκριμένη ερμηνεία σ’ αυτήν την πάραδοσι της νοεράς προσευχής και βάσει αυτής της ερμηνείας η Εκκλησία γνωρίζει ότι η νοερά προσευχή είναι μία πνευματική εμπειρία και ότι είναι αποτέλεσμα της επενεργείας του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτή είναι μια μακραίωνη παράδοσις, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθή την ύπαρξί της, διότι υπάρχουν πάρα πολλά συγγράμματα των Πατέρων επάνω στο θέμα αυτό, εκτός από όσα αναφέρονται γι’ αυτήν στην Αγία Γραφή. Και υπάρχουν σήμερα άνθρωποι, που ζουν αναμεταξύ μας, οι οποίοι γνωρίζουν από προσωπική τους εμπειρία, επειδή την ζουν, ενεργουμένη μέσα τους, την νοερά προσευχή.
Οπότε, εφ’ όσον αυτοί οι επιστήμονες αποδεχθούν αυτήν την πραγματικότητα, μετά θα πρέπη να προβάλουν τις δικές τους υποθέσεις για να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό της νοεράς προσευχής. Βέβαια μεταξύ τους θα υπάρχουν και μερικοί, που θα πουν ότι αυτό είναι ένα εφεύρημα των παπάδων, ιδίως εδώ στην Ελλάδα! Θα πουν ότι αυτά τα λένε οι παπάδες, ότι είναι προϊόν της φαντασίας τους. Μακάρι όμως οι παπάδες να ησχολούντο με τέτοια πράγματα εδώ στην Ελλάδα.
Άλλοι τώρα από αυτούς τους επιστήμονες ίσως πουν ότι αυτό είναι ένα είδος υπνωτισμού. Είχα μία σχετική συζήτησι με γιατρούς, μάλιστα με καθηγητές Πανεπιστημίου, οι οποίοι έλεγαν ότι αυτό είναι ένα είδος υπνωτισμού! Όμως, έστω, ας είναι έτσι γι’ αυτούς. Αλλά ένας ψυχίατρος είναι υποχρεωμένος να ασχοληθή συστηματικά με το θέμα αυτό.
Σχετικά με τον υπνωτισμό τώρα, ο οποίος πράγματι είναι μία εμπειρία. Ο ψυχίατρος όμως θα πρέπη να μπορή να εξακριβώση, αν η νοερά προσευχή είναι ένα είδος υπνωτισμού ή όχι. Ο υπνωτισμός μπορεί να οδηγήση σε παραίσθησι, που σημαίνει σε ασυνταξία ως προς την σωστή σύνθεσι των εμπειρικών εντυπώσεων, που έχει ο άνθρωπος μέσα στην μνήμη του. Όμως όλα τα στοιχεία, που συνθέτουν μία παραίσθηση, είναι παρμένα από τις αισθήσεις. Διότι ο άνθρωπος που φθάνει σε παραίσθησι, φθάνει σ’ αυτήν, όχι διότι έχει χάσει την επαφή του με τα αισθητά, αλλά επειδή η μνήμη του έχει εκτροχιασθή και η σύνθεσις των εντυπώσεων, που γίνεται μέσα στο μυαλό του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αταξία στην ταξινόμησι των εντυπώσεων. Έτσι έχομε τους ανισόρροπους, καθώς και αυτούς που ονειρεύονται στον ξύπνιο τους. Τα στοιχεία δηλαδή των αισθήσεων, που συνθέτουν μία παραίσθησι, είναι υπαρκτά. Εκείνος, που βρίσκεται σε παραίσθησι μπορεί να βλέπη κάτι, που δεν υπάρχει εκείνην την στιγμή μπροστά του, που είναι όμως υπαρκτό24.
Όσον αφορά στον υπνωτισμό, εκείνος που υπνωτίζεται μπαίνει σε μία κατάστασι κώματος, σαν δηλαδή να βρίσκεται σε κώμα και, αφού βρίσκεται σε κωματώδη κατάστασι, ενθυμείται πράγματα από το παρελθόν και απαντά στα ερωτήματα εκείνου που τον υπνώτισε. Οπότε, σαν υπνωτισμένος που είναι, δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα.
Όσον αφορά τώρα στην νοερά προσευχή, δεν έχομε να κάνωμε με κάτι υπαρκτό, που έχει ήδη κατατεθή στην μνήμη και το οποίο ανακαλείται από την μνήμη και έτσι ονειρεύεται ο άνθρωπος. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όπως σε μία παραίσθησι, που βλέπει κανείς κάτι, χωρίς όμως να υπάρχει πράγματι γύρω του εκείνο που βλέπει εκείνην την στιγμή ούτε να υποπίπτη στις αισθήσεις του εκείνην την στιγμή. Στην περίπτωσι της νοεράς προσευχής ό,τι συμβαίνει στην καρδιά του ανθρώπου και ό,τι αισθάνεται ο άνθρωπος, λαμβάνει χώραν εκείνην την στιγμή που το αισθάνεται. Δεν είναι κάτι του παρελθόντος. Είναι μία εμπειρία τουπαρόντος. Το να είναι επίσης κανείς σε εγρήγορσι πνεύματος, πράγμα που συμβαίνει κατά την νοερά προσευχή, δηλαδή ούτε υπνωτισμένος να είναι ούτε να βρίσκεται σε παραίσθησι, και ταυτόχρονα να βιώνη κάτι το πολύ ξεκάθαρο μέσα του, μέσα στην καρδιά του, κάποιον άλλον, που προσεύχεται μέσα του για λογαριασμό του «στεναγμοίς αλαλήτοις»25, τέτοιο πράγμα δεν συμβαίνει στον υπνωτισμό. Κατά την νοερά προσευχή ο άνθρωπος έχει πλήρη συνείδησι ότι κάτι οικείο προς την φύσι του και ενεργούμενο έσωθεν, όχι όμως από τον ίδιο λαμβάνει χώρα μέσα του, το οποίο όχι μόνο βιώνει ξεκάθαρα αλλά ταυτόχρονα το παρατηρεί, και το οποίο μπορεί εκούσια να συμμετέχη.
Το βάρος την αποδείξεως την αληθείας αυτής της εμπειρίας δεν ανήκει στους Ορθοδόξους, οι οποίοι την κατέχουν, αλλά στους επιστήμονες, οι οποίοι την αμφισβητούν ή θέλουν να την ερευνήσουν. Αν πάλι οι επιστήμονες δώσουν ιδική τους ερμηνεία σ’ αυτό το φαινόμενο της νοεράς προσευχής, αυτοί οι ίδιοι θα πρέπη να αποδείξουν ότι η ιδική τους ερμηνεία είναι η σωστή ερμηνεία. Διότι οι Ορθόδοξοι έχουν παράδοσι αιώνων της ερμηνείας της νοεράς προσευχής, της οποίας η αλήθεια είναι αδιαφιλονείκητος για τους Ορθοδόξους. Και είναι αυτή η ερμηνεία αδιαφιλονείκητος, διότι δεν είναι ερμηνεία παρελθούσης εμπειρίας, η οπoία δεν μπορεί να εξακριβωθή ή να επαναληφθή, αλλά είναι ερμηνεία μιας ζώσης, αληθινής, σημερινής εμπειρίας και πραγματικότητος, που συνεχώς επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται και παραδίδεται από γενεά σε γενεά μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία.
Η Εκκλησία στην γλώσσα της, που είναι η εκκλησιαστική γλώσσα, λέγει διά στόματος του αποστόλου Παύλου: «Δεν μιλούμε με την ανθρώπινη σοφία, αλλά με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος»26. Τι εννοεί μ’ αυτό; Γιατί ο Απόστολος αντιπαρατάσσει την δύναμι του Αγίου Πνεύματος με την σοφία του κόσμου τούτου; Διότι ο άνθρωπος, που έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος, που έχει δηλαδή έλθει μέσα του το Άγιο Πνεύμα και έχει κατοικήσει μέσα στην καρδιά του, αυτός ο άνθρωπος αισθάνεται ζωντανά μέσα στην καρδιά του την δύναμι, δηλαδή την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και έτσι δεν πείθεται ότι έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος από λόγια άλλων ούτε από φιλοσοφικά ή θεολογικά επιχειρήματα άλλων, αλλά γνωρίζει ότι είναι ναός του Αγίου Πνεύματος από άμεση και προσωπική του εμπειρία· διότι νιώθει, ακούει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, που κάνει τον παπά και τον ψάλτη μέσα στην καρδιά του. Δηλαδή είναι η συμμαρτυρία του Αγίου Πνεύματος στο πνεύμα του ανθρώπου εκείνο το πράγμα, που δίνει στον άνθρωπο αυτόν την απόλυτη βεβαιότητα ότι έχει γίνει το σώμα του ναός του Θεού, αφού το Πνεύμα το Άγιο ήλθε και σκήνωσε στην καρδιά του. Αυτήν την κατάστασι περιγράφει ο απόστολος Παύλος, όταν λέγη: «Το Πνεύμα του Θεού κράζει μέσα στις καρδιές μας το αββά ο Πατήρ»27. Φωνάζει δηλαδή μέσα μας το Άγιο Πνεύμα απευθυνόμενο προς τον Πατέρα και λέγει: «Πατέρα μου»!
Αυτό λοιπόν, που περιγράφει ο απόστολος Παύλος, είναι μία πραγματικότητα ή μία φαντασιοπληξία; Πετούσε στα σύννεφα ο απόστολος Παύλος, όταν το έλεγε αυτό; Αν προσέξετε καλά σε όσα λέει ο απόστολος Παύλος στο κεφ. 8 της προς Ρωμαίους επιστολής του, θα δήτε ότι μιλάει για πραγματική προσευχή στην καρδιά του ανθρώπου. Αλλά δεν είναι μόνο ο απόστολος Παύλος που μιλάει έτσι. Και ο Δαυΐδ στους Ψαλμούς του μιλάει έτσι και η Παλαιά Διαθήκη μιλάει έτσι. Γι’ αυτό βλέπομε εδώ ποιος ήταν ο λόγος που οι αρχαίοι Χριστιανοί, που προητοιμάζοντο για την νοερά προσευχή, πρώτα αποστηθίζανε όλο το Ψαλτήρι. Αυτήν τη μεγάλη σημασία είχε το Ψαλτήρι γι’ αυτούς· στο να τους βοηθήσει να εργασθούν την νοερά προσευχή.
Δεν ξέρω πόσοι Χριστιανοί σήμερα έχουν διαβάσει ολόκληρο το Ψαλτήρι. Τα παληά χρόνια το διάβαζαν επάνω στους πεθαμένους πριν την κηδεία. Ίσως τότε να ήταν η μόνη φορά που διάβαζαν ολόκληρο το Ψαλτήρι. Το διάβαζε ο παπάς και, αν είχε κοντά του κανένα ψάλτη, έβαζε και τον ψάλτη και το διάβαζε. Τα παληά χρόνια, για να χειροτονηθή κανείς επίσκοπος, έπρεπε να αποδείξη ότι ήξερε το Ψαλτήρι28. Γιατί; Γιατί το Ψαλτήρι είχε τόσο μεγάλη σημασία μέσα στην Εκκλησία; Διότι το Ψαλτήρι έχει προσευχές σχετικές με την νοερά προσευχή. Διότι η νοερά προσευχή στην Εβραϊκή παράδοσι, στην Προφητική παράδοσι, αλλά και στην αρχαία Χριστιανική παράδοσι, γινόταν και με τους Ψαλμούς. Γι’ αυτόν τον λόγο λέει ο απόστολος Παύλος «προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι και τω νοΐ. Ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ και τω νοΐ»29. Οπότε η νοερά προσευχή δεν είναι μόνο προσευχή με λόγια, αλλά είναι και ψαλμωδία, ψαλμός δηλαδή. Γι’ αυτό έχομε και δείγματα από την Παράδοσι ότι η νοερά ευχή γινόταν και με τους Ψαλμούς. Ένα από αυτά τα παραδείγματα είναι εκείνο του Αγίου Ιωάννου του Κασσιανού, ο οποίος διδάσκει νοερά προσευχή με Ψαλμούς. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες γι’ αυτό το πράγμα30.
Οπότε χρειάζεται καμμία φιλοσοφική απόδειξις γι’ αυτά τα θέματα, εφ’ όσον εκείνοι, που πιστεύουν και έχουν φθάσει σ’ αυτήν την κατάσταση της νοεράς προσευχής, έχουν μέσα τους αυτήν την εμπειρία; Και, εφ’ όσον υπάρχη αυτή η εμπειρία, σε τι χρειάζεται η μεταφυσική; Σε τι χρειάζεται η φιλοσοφία; Σε τι βοηθάει η φιλοσοφία; Βοηθήθηκε ποτέ κανείς ουσιαστικά στην ζωή του από καμμία φιλοσοφία στο να αποκτήση αυτήν την κατάστασι της νοεράς προσευχής, που ενεργεί αδιάλειπτα μέσα στην καρδιά, ώστε να γίνη ναός του Αγίου Πνεύματος;
Όταν κανείς δεν έχη τέτοια εμπειρία, αλλά θέλη να την αποκτήση, τότε πηγαίνει και διδάσκεται από τους έχοντας την εμπειρία αυτή. Η εμπειρία αυτή της νοεράς προσευχής είναι συνήθως - αν και υπάρχουν εξαιρέσεις - απαραίτητη προϋπόθεσις για να φθάση κάποιος στην εμπειρία της θεώσεως, κατά την οποία αποκτά εμπειρία της ακτίστου δόξης του Θεού. Αυτή η εμπειρία της θεώσεως είναι αποκλειστικά δώρο Θεού, το οποίο ο Θεός χαρίζει σε όποιους θέλει, όταν θέλη και για όσο θέλει και δεν εξαρτάται από την ανθρώπινη προσπάθεια. Προϋπόθεσις όμως υπό συνήθεις συνθήκες είναι το να έχη κανείς την νοερά προσευχή.

Σημειώσεις

24. Αυτό συμβαίνει με τα παραισθησιογόνα, όπως π.χ. το LSD. Βέβαια, παραίσθησι μπορεί να έχη κάποιος και κατά τον υπνωτισμό, όταν εισαχθή από τον υπνωτιστή δαιμονική ενέργεια, οπότε ο υπνωτισμένος έρχεται σε επαφή με πονηρά πνεύματα.
25. Βλ. Ρωμ. 8, 26.
26. Α’ Κορ. 2, 4: «... Και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως».
27. Γαλ. 4, 6. «Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον· αββά ο πατήρ».
28. Κανών β’ της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.
29. Α’ Κορ. 14, 15.
30. Στο «Ρουμανικό Γεροντικό», που έγραψε ο π. Ιωαννίκιος Μπάλαν, (έκδ. «Ορθοδόξου Κυψέλης»), αναφέρεται η περίπτωσις ενός λαϊκού Χριστιανού, ο οποίος είχε αδιάλειπτη την νοερά προσευχή, απαγγέλλοντας διαρκώς του Ψαλμούς.