ΜΗΝΥΜΑ

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ  ΕΤΟΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΟΖ ΚΑΝΕ ΣΤΗΝ ΜΠΑΝΤΑ ΤΠ ΕΤΟΣ 2012 ΕΝΑΙ ΤΟ ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΟΖ

Νίκος Λυγερός

Αν δεν είσαι έτοιμος για την ΑΟΖ, κάνε στην μπάντα Το 2012 είναι το έτος της ελληνικής ΑΟΖ. Γι’ αυτό το λόγο αν δεν είσαι έτοιμος για την ΑΟΖ, κάνε στην μπάντα. Το ελληνικό πνεύμα δεν μπορεί ν’ ανεχθεί άλλες δικαιολογίες ούτε καθυστερήσεις. Αν είσαι ραγιάς, δεν θ’ αλλάξεις τίποτα. Αν έχεις φοβίες, απλώς περίμενε να τελειώσουμε τη δουλειά μας. Αν δεν έχεις κότσια, άσε μας τουλάχιστον ήσυχους. Αλλιώς έλα κι εσύ μαζί μας σε αυτόν τον αγώνα για τα δικαιώματα της πατρίδας μας και του λαού μας. Διότι ξέρεις ότι δεν καταπατούμε κανέναν. Υπογράψαμε το Δίκαιο της Θάλασσας από το 1982, ψηφίσαμε τον κυρωτικό νόμο το 1995 και τώρα το 2012, θα θεσπίσουμε την ελληνική ΑΟΖ. Όχι για να τελειώσουμε τη νομική διαδικασία μόνο, αλλά για ν’ αρχίσουμε την έμπρακτη αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που βρίσκονται στην περιοχή μας. Αν αυτό δεν είναι κατανοητό σε σένα, επειδή είσαι κομματικός ή παραταξιακός, διάβασε απλά το Δίκαιο της Θάλασσας. Όλες οι εξηγήσεις έχουν δοθεί από τους ειδικούς, κι αν δεν κατάλαβες την ουσία του θέματος, είναι μόνο και μόνο γιατί δεν θέλησες να τους ακούσεις. Τώρα σε όλους τους χώρους υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν την ελληνική ΑΟΖ και αυτοί επαρκούν για να δημιουργήσουν την πιο ουσιαστική αλλαγή της εθνικής μας υψηλής στρατηγικής. Η πατρίδα και ο λαός μας αρκετά άντεξαν δίχως να έχουν προοπτικές για το μέλλον και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Ακόμα και ένας μαχητής πρέπει να έχει ένα συγκεκριμένο στόχο, για να είναι αποτελεσματικός. Και για την Ελλάδα αυτός ο στόχος πια είναι η ΑΟΖ. Η θέσπιση της είναι λοιπόν απαραίτητη και θα γίνει με σένα ή χωρίς εσένα, επειδή υπάρχει ανάγκη. Πάψε λοιπόν τα πολιτικάντικα δίχως αξία και στρατηγική. Αν έχεις ίχνη μέσα σου της αγωνιστικότητας των δικών μας, ήρθε η ώρα να την εκφράσεις. Σταμάτα λοιπόν τις αντιδράσεις και πέρνα επιτέλους στην αντίσταση που ετοιμάζει την αντεπίθεση, διότι ένας λαός δεν μπορεί μόνο να υποφέρει. Γιατί ξέρουμε από τον Επίκτητο ότι μπορείς να θεωρήσεις τον εαυτό σου ως ελεύθερο ον ή ως σκλάβο, όλα εξαρτούνται από σένα. Εμείς λοιπόν επιλέξαμε να μην είμαστε πια σκλάβοι μιας κατάστασης. Αν εσύ προτιμάς τη μιζέρια, τη γκρίνια και την κατάθλιψη είναι δικό σου πρόβλημα ή πελατεία. Εμείς διαλέξαμε το μονοπάτι για να δούμε φως με τις ίδιες μας δυνάμεις. Τώρα λοιπόν ξέρεις ποιος είναι ο σκοπός μας κι έχεις την επιλογή να είσαι κι εσύ σ’ αυτήν την ιστορική προσπάθεια. Αλλιώς αν δεν είσαι έτοιμος για την ελληνική ΑΟΖ κάνε στην μπάντα, δεν θα σου το ξαναπούμε. Νέα απόφαση του ΔΔΔ και διευκρινήσεις Η νέα απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης της Χάγης ακολουθεί τα νοητικά σχήματα των αποφάσεων του 1982 και 1985, όσο αφορά στο θέμα της υφαλοκρηπίδας και πάλι δεν εξετάζει το θέμα της μέσης γραμμής ενσωματώνοντας κανονικά τα νησιά. Η απόφαση αυτή ήταν βέβαια αναμενόμενη από τους ειδικούς λόγω των δεδικασμένων. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το κυρίαρχο επιχείρημα του ΔΔΔ σε τέτοιου τύπου αποφάσεις είναι το γεωλογικό στοιχείο. Κατά συνέπεια είναι μια λανθασμένη στρατηγική να υπάρχει ανάμειξη του θέματος της υφαλοκρηπίδας με το θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Διότι ξέρουμε ότι το ΔΔΔ θα δώσει προτεραιότητα στη γεωλογία παρά στην οικονομία. Και αυτό γιατί η ΑΟΖ είναι μια πιο ευέλικτη διατύπωση ειδικά για το θέμα των νησιών. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι θα έπρεπε λοιπόν να επικεντρωθούμε στην υφαλοκρηπίδα αν όμως γνωρίζει τις εξελίξεις στην Αρκτική και τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Αρκτικής οι οποίες επηρεάζουν ακόμα και τις ΗΠΑ, θα κατανοήσει άμεσα ότι η ΑΟΖ είναι η μοναδική λύση όταν υπάρχει κάποια δυσκολία διευθέτησης της επικάλυψης. Πιο συγκεκριμένα το Συμβούλιο τις Αρκτικής που αποτελείται από 8 κράτη αποφάσισε να αποφύγει εντελώς οποιαδήποτε διαδικασία, όπου εμπλέκεται η υφαλοκρηπίδα, διότι όλοι ξέρουν ότι η ρωσική θέση είναι ξεκάθαρη για την περιοχή, αφού θεωρεί ότι γεωλογικά είναι αποκλειστικά η συνέχεια τις Ρωσίας. Έτσι δεν έκαναν το στρατηγικό λάθος να αναμείξουν τα δύο θέματα κι αποφάσισαν να εξετάσουν μόνο και μόνο το θέμα της ΑΟΖ και μάλιστα με την έννοια της μέσης γραμμής. Αυτό δείχνει από μόνο του ότι σοβαρά κράτη, όπως είναι η Ρωσία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Νορβηγία και η Δανία δεν κάνουν καμία ανάμειξη μεταξύ των δύο εννοιών, διότι λειτουργούν όντως στρατηγικά. Έτσι αυτή η νέα υπόθεση δείχνει επί της ουσίας, πόσο προβληματική είναι η έννοια της υφαλοκρηπίδας , όταν υπάρχουν δυσκολίες μεταξύ των κρατών. Είναι λοιπόν ένα διδακτικό παράδειγμα και για την ανάπτυξη και τον σχεδιασμό στρατηγικής για την πατρίδα μας και ενισχύει βέβαια όλες τις προσπάθειες που κάνουμε για να θεσπιστεί η ελληνική ΑΟΖ, δίχως να πέσουμε στην παγίδα της ανάμειξης που οδηγεί σε δύσκολες νομικές αποφάσεις, οι οποίες μπορούν να είναι επικίνδυνες, όταν υπάρχουν παίκτες που δεν έχουν απαραίτητα μια καλή βούληση στις διαπραγματεύσεις.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ


Κωνσταντίνος Χολέβας

Η είδηση μεταδόθηκε από τη δημόσια τηλεόραση και προκάλεσε εντύπωση. Το Βρετανικό Υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι από του χρόνου οι μαθητές των Δημοτικών θα διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά ως μία από τις επτά γλώσσες επιλογής. Μέχρι τώρα ξέραμε ότι στη Γερμανία, Ιταλία κ.α. υπήρχαν κλασικά Λύκεια που δίδασκαν τα Αρχαία Κείμενα από το πρωτότυπο. Τώρα βλέπουμε να αξιοποιείται η αρχαιότερη μορφή της γλώσσας μας για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και τη διαπαιδαγώγηση των μικρότερων παιδιών. Δεν υιοθετώ ορισμένες υπερβολές για την αξία της Αρχαίας Ελληνικής που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο, αλλά καταθέτω συγκεκριμένες επιστημονικές απόψεις: Το Ανοικτό Ψυχοθεραπευτικό Κέντρο Αθηνών με πολυετή πειραματική μέθοδο έχει αποδείξει ότι η διδασκαλία των Αρχαίων και του πολυτονικού στα παιδιά του Δημοτικού αναπτύσσει περισσότερο τις διανοητικές ικανότητες και προλαμβάνει την εμφάνιση δυσλεξιών και μαθησιακών προβλημάτων. Επίσης στην Αυστραλία τα Αρχαία Ελληνικά διδάσκονται σε παιδιά Δημοτικού ως μέθοδος θεραπείας των δυσλεξιών. Εξ άλλου η γνώση της Αρχαίας Ελληνικής φέρνει το παιδί σε επαφή με την κλασική Γραμματεία, την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Κείμενα οικουμενικής εμβέλειας με διαχρονικά, πάντα επίκαιρα διδάγματα. Στο βιβλίο «Αγαπάμε τα Αρχαία Ελληνικά» που επιμελήθηκε η αείμνηστη Γαλλίδα Ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγύ περιλαμβάνονται ενδιαφέροντα κείμενα Γάλλων επιστημόνων και δικαστών, οι οποίοι παραδέχονται ότι η επαφή τους με τα Αρχαία κείμενα από το πρωτότυπο τούς μετέδωσε μηνύματα εντιμότητας και αγωνιστικότητας. Η στενότερη επαφή των ελληνοπαίδων σήμερα με τα αρχαιοελληνικά και τα χριστιανικά κείμενα είναι ένα αντίδοτο στην κρίση. Άλλωστε στη ρίζα κάθε οικονομικής κρίσης βρίσκεται μία κρίση αξιών. Αναζητούμε πρότυπα με ήθος, αναζητούμε μία νέα Μεγάλη Ιδέα. Η βαθύτερη μελέτη της γλώσσας μας, της Ιστορίας μας και του Πολιτισμού μας, στη διαχρονική διάστασή τους, και η επίγνωση της ελληνορθόδοξης ταυτότητάς μας είμαι βέβαιος ότι θα συντελέσουν στη διάπλαση μιας γενιάς καλύτερης από τη δική μας. Με λιγότερα λάθη και πιο στέρεες αξίες. Ο Διονύσιος Σολωμός δεν ζητούσε τίποτε άλλο «πάρεξ Ελευθερία και γλώσσα». Όταν τα Βρετανικά σχολεία ανακαλύπτουν τα Αρχαία Ελληνικά και στην Ανατολική Ευρώπη επιστρέφουν τα Ορθόδοξα Θρησκευτικά, εμείς ας μην αποκόψουμε τα παιδιά μας από τις ρίζες τους. Κωνσταντίνος Χολέβας-Πολιτικός Επιστήμων, 22.11.2012

http://www.antibaro.gr/article/6531, Ἀντίβαρο

 

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Η θεολογική έννοια του ανθρώπινου προσώπου

Του Βλαντιμίρ Λόσσκυ
Δεν έχω την πρόθεση να κάνω μια έκθεση πάνω στην έννοια του ανθρώπινου προσώπου που είχαν οι Πατέρες της Εκκλησίας ή μερικοί άλλοι χριστιανοί θεολόγοι.
Ακόμα και αν θέλαμε να την κάνουμε, θα έπρεπε να διερωτηθούμε προηγουμένως κατά πόσο η επιθυμία μας, να βρούμε μια διδασκαλία για το ανθρώπινο πρόσωπο στους Πατέρες των πρώτων αιώνων, είναι θεμιτή.
Δε θα ήταν τούτο άραγε σα να θέλαμε να τους αποδώσουμε συλλήψεις που ίσως έμειναν ξένες προς αυτούς και που εν τούτοις θα τους αποδίδαμε, χωρίς ν’ αντιλαμβανόμαστε ως ποιό σημείο, με τον τρόπο μας που συλλαμβάνουμε το ανθρώπινο πρόσωπο, εξαρτόμαστε από μια πολυσύνθετη φιλοσοφική παράδοση, από μια σκέψη που ακολούθησε πολύ διαφορετικούς δρόμους από εκείνον που θα δικαιούνταν να επικαλεσθεί την καθαρή θεολογική παράδοση;
Για ν’ αποφύγουμε αυτό το είδος της ασυνείδητης σύγχυσης, για να μη πλανηθούμε με συνειδητούς αναχρονισμούς βάζοντας ένα Μπεργκσόν μέσα στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης ή ένα Χέγκελ μέσα στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, θα απόσχουμε για την ώρα από κάθε προσπάθεια να ξαναβρούμε διά μέσου των κειμένων τις γραμμές μιας διδασκαλίας (ή διδασκαλιών) που αναπτύχθηκε για το ανθρώπινο πρόσωπο, έτσι όπως ίσως μπορούν να έχουν παρουσιασθεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας της χριστιανικής θεολογίας.
Προσωπικά, πρέπει να ομολογήσω ότι, μέχρι σήμερα, δεν συνάντησα αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει επεξεργασμένη διδασκαλία για το ανθρώπινο πρόσωπο, μέσα στη πατερική θεολογία, πλάι σε σαφέστατες διδασκαλίες πάνω στα θεία πρόσωπα ή τις θείες υποστάσεις.
Υπάρχει όμως μια χριστιανική ανθρωπολογία εξ ίσου ασφαλώς στους Πατέρες των πρώτων οκτώ αιώνων, όπως αργότερα στο Βυζάντιο ή στη Δύση, και είναι περιττό να λέει κανείς ότι αυτές οι διδασκαλίες του ανθρώπου είναι σαφώς περσοναλιστικές.
Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά για μια θεολογική σκέψη θεμελιωμένη πάνω στην αποκάλυψη ενός ζώντος και προσωπικού Θεού, που δημιούργησε τον άνθρωπο « κατ’ εικόνα και ομοίωσιν».
Δεν θα προτείνω, λοιπόν, μιαν αναζήτηση του ιστορικού των χριστιανικών διδασκαλιών, αλλά μονάχα μερικές θεολογικές σκέψεις πάνω στις απαιτήσεις προς τις οποίες πρέπει ν’ ανταποκρίνεται η ιδέα του ανθρώπινου προσώπου μέσα στα συμφραζόμενα του χριστιανικού δόγματος.
Θα πρέπει να πούμε μερικές λέξεις πάνω στα θεία Πρόσωπα, προτού θέσουμε το ερώτημα: τί είναι το ανθρώπινο πρόσωπο για τη θεολογική σκέψη; Αυτή η σύντομη τριαδική περίληψη δεν θα μας απομακρύνει από το θέμα μας.
Για να εκφράσουν καλλίτερα την προσωπική πραγματικότητα εν Θεώ, ή μάλλον την πραγματικότητα ενός προσωπικού Θεού,-πραγματικότητα που δεν είναι μονάχα ένας οικονομικός τρόπος εκδήλωσης μιας απρόσωπης εν εαυτώ μονάδας, αλλά ο αρχικός και απόλυτος όρος ενός Θεού – Τριάδας μέσα στην υπερβατικότητά του- οι Έλληνες Πατέρες προτίμησαν από τον όρο πρόσωπο εκείνον της υπόστασης για να υποδείξουν τα θεία πρόσωπα.
Η σκέψη που διακρίνει την ουσία και την υπόσταση εν Θεώ χρησιμοποιεί το μεταφυσικό λεξιλόγιο, εκφράζεται με τους όρους μιας οντολογίας, όρους που έχουν εδώ την αξία τυπικών σημείων μάλλον παρά εννοιών, για να υποσημειώσουν την απόλυτη ταυτότητα και την απόλυτη διαφορά. Ήταν μια εφεύρεση όρων να εισάγει κανείς μια διάκριση μεταξύ δύο συνωνύμων, για να εκφράσει το αμείωτο της υπόστασης προς την ουσία, του προσώπου προς την ουσία, χωρίς όμως να τις αντιτάξει σαν δύο διαφορετικές πραγματικότητες.
Τούτο θα επιτρέψει στον άγιο Γρηγόριο το Ναζιανζηνό να πει : «Ο Υιός δεν είναι ο Πατέρας, αφού δεν υπάρχει παρά ένας μόνος Πατέρας, αλλά είναι αυτό που είναι ο Πατέρας, το Άγιο Πνεύμα, παρ’ όλο που εκπορεύεται από το Θεό, δεν είναι ο Υιός, αφού δεν υπάρχει παρά ένας μοναδικός Υιός, αλλά είναι αυτό που είναι ο Υιός» (Ορ. 31 παρ. 9).
Η υπόσταση είναι αυτό που είναι η ουσία, λαμβάνει όλες τις ιδιότητες -ή όλες τις αρνήσεις – που μπορούν να διατυπωθούν σχετικά με την «υπερουσία», αλλά δεν μένει λιγότερο αμείωτη προς την ουσία. Αυτό το αμείωτο δεν μπορεί να συλληφθεί ούτε να εκφρασθεί, παρά μέσα στη σχέση των τριών υποστάσεων, που κυριολεκτικά, δεν είναι «τρεις», αλλά «Τριενότητα».
Μιλώντας για τρεις υποστάσεις, κάνουμε κιόλας μιαν αθέλητη αφαίρεση: αν θέλαμε να γενικεύσουμε και να κάνουμε μιαν έννοια με την «θεία υπόσταση», θα έπρεπε να πούμε ότι ο μόνος κοινός προσδιορισμός θα ήταν το αδύνατο κάθε κοινού προσδιορισμού των τριών υποστάσεων.
Μοιάζουν, εξ αιτίας του γεγονότος ότι δεν μοιάζουν ή μάλλον, για να υπερβεί κανείς την σχετική έννοια της ομοιότητας που δεν έχει θέση εδώ, θα πρέπει να πει ότι ο απόλυτος χαρακτήρας της διαφοράς τους υπονοεί μιαν απόλυτη ταυτότητα, εκτός από την οποία δε μπορεί κανείς να μιλήσει για υποστάσεις της Τριενότητας.
Όπως το Τρία εδώ δεν είναι ένας αριθμός υπολογισμού, αλλά σημειώνει ένα ξεπέρασμα άπειρο της δυάδας- αντίθεσης μέσα στην Τριάδα καθαρής διαφοράς (Τριάδα που μένει ίση προς τη Μονάδα), όμοια η υπόσταση ως τέτοια, καθώς είναι αμείωτη προς την ουσία, δεν είναι μία εννοιολογική έκφραση, αλλά ένα σημείο που εισάγει μέσα στην περιοχή του γενικεύσιμου ονόματος, υποδείχνοντας τον ριζικά προσωπικό χαρακτήρα του Θεού της χριστιανικής αποκάλυψης.
Η ουσία όμως και η υπόσταση παραμένουν συνώνυμα και κάθε φορά που θέλει κανείς να κάνει μια διάκριση μεταξύ των δύο όρων, αποδίδοντάς τους ένα διάφορο περιεχόμενο, ξαναπέφτει αναπόφευκτα μέσα στην περιοχή της εννοιολογικής γνώσης: αντιτάσσει κανείς το γενικό προς το ιδιαίτερο, τη «δεύτερη ουσία» προς την ατομική ουσία, το γένος ή το είδος προς το άτομο. Είναι αυτό που βρίσκουμε π.χ. στο χωρίο του Θεοδώρητου (Α’ Διάλογος του Ερανιστή, Ρ.G. 83, Col. 33):
«Κατά τη βέβηλη φιλοσοφία δεν υπάρχει καμμιά διαφορά μεταξύ της ουσίας και της υπόστασης.
Γιατί η ουσία σημαίνει το ον και η υπόσταση αυτό που υφίσταται (το υφεστός). Αλλά κατά τη διδασκαλία των Πατέρων, υπάρχει μεταξύ της ουσίας και της υπόστασης η ίδια διαφορά όπως μεταξύ του κοινού και του ιδιαίτερου, δηλαδή όπως μεταξύ του γένους ή του είδους και του ατόμου». Η ίδια έκπληξη μάς περιμένει στον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό. Μέσα στη «Διαλεκτική» που είναι ένα είδος φιλοσοφικού προοιμίου της έκθεσής του για το χριστιανικό δόγμα, ο Δαμασκηνός λέει το εξής (κεφ. 42 Ρ.G. 94, Κολ. 612): «Η λέξη υπόσταση έχει δυό σημασίες. Πότε σημαίνει απλά την ύπαρξη· κατ’ αυτή την σημασία, η ουσία και η υπόσταση είναι το ίδιο πράγμα. Ιδού γιατί μερικοί Πατέρες είπαν «οι φύσεις ή οι υποστάσεις».
Πότε υποδείχνει αυτό που υπάρχει από μόνο του και κατά την ουσία που συστήνεται εξ ιδίων (την καθ’ αυτό και ιδιοσύστατην ύπαρξη). Κατά τη σημασία αυτή υποδείχνει το άτομο το αριθμητικά διάφορο από κάθε άλλο, π.χ.: Πέτρος, Παύλος, ένα ορισμένο άλογο».
Είναι σαφές πως ένας τέτοιος προσδιορισμός της υπόστασης δεν μπορούσε να χρησιμεύσει παρά ως προοίμιο της τριαδικής θεολογίας, ως εννοιολογικό σημείο ξεκινήματος προς μιαν ιδέα εξεννοιολογημένη, που δεν είναι πια εκείνη του ατόμου ενός είδους.
Αν μερικές κριτικές θέλησαν να δουν μέσα στην τριαδική διδασκαλία του αγίου Βασιλείου μια διάκριση υπόστασης – ουσίας που θ’ ανταποκρινόταν στην αριστοτελική διάκριση μεταξύ πρώτης και δεύτερης ουσίας, είναι γιατί δεν μπόρεσαν να ξεδιαλύνουν το σημείο άφιξης από το σημείο εκκίνησης, το θεολογικό οικοδόμημα, πέρα από τις έννοιες, από την εννοιολογική της ανοικοδόμηση.
Μέσα στην τριαδική θεολογία (που είναι η κατ’ εξοχήν θεολογία, η «Θεολογία» κυριολεκτικά, για τους Πατέρες των πρώτων αιώνων), η έννοια της υπόστασης δεν είναι εκείνη ενός άτομου του είδους «Θεότητα», ούτε εκείνη μιας ατομικής ουσίας της θείας φύσης.
Η διάκριση ανάμεσα σε δύο συνώνυμα που ο Θεοδώρητος αποδίδει στους Πατέρες της Εκκλησίας, μέσα στην εννοιολογική της μορφή δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο παρά το κατά προσέγγιση εκείνου που δεν εννοιολογείται. Κατά βάθος, ο Θεοδώρητος δεν είχε δίκαιο όταν αντέτασσε την εννοιολογική διάκριση που εισήχθη από τους Πατέρες στην ταυτότητα των δύο όρων μέσα στη «βέβηλη φιλοσοφία».
Ως αληθινός ιστορικός που ήταν, περισσότερο από θεολόγος, ήξερε να δει μέσα στην αρχική συνωνυμία των δύο εκλεγέντων όρων για να υποδείξει το «κοινό» και το «ιδιαίτερο» στο Θεό, μοναδικά μια ιστορική σπανιότητα. Αλλά γιατί να διαλέξει κανείς αυτή τη συνωνυμία, αν όχι για να φυλάξει σ’ αυτό που είναι κοινό την έννοια της συγκεκριμένης ουσίας και να εξαλείψει από το ιδιαίτερο, κάθε περιορισμό που είναι ίδιος του ατόμου, για ν’ απλωθεί η υπόσταση στο σύνολο της κοινής φύσης, αντί να τη διαιρέσει;
Αν αυτό έχει έτσι, η θεολογική αλήθεια της διάκρισης μεταξύ της ουσίας και της υπόστασης που αποκαταστάθηκε από τους Πατέρες, δεν πρέπει να αναζητείται μέσα στο γράμμα της εννοιολογικής της έκφρασης, αλλά μεταξύ αυτής και της ταυτότητας των δύο εννοιών που θα ήταν ίδιο της «βέβηλης φιλοσοφίας».
Πρέπει δηλαδή να την τοποθετήσουμε πέρα από τις έννοιες: αυτές απογυμνώνονται εδώ για να γίνουν σημεία της προσωπικής πραγματικότητας ενός Θεού που δεν είναι εκείνος των φιλοσόφων, ούτε (υπερβολικά) εκείνος των θεολόγων.
Ας αναζητήσουμε τώρα μέσα στη χριστιανική ανθρωπολογία την ίδια μη συλληπτική έννοια της διάκρισης μεταξύ της υπόστασης και της ουσίας ή φύσης. Αυτές οι δύο έννοιες συμπίπτουν, χωρίς να ταυτίζονται πλήρως
Θα διερωτηθεί κανείς αν αυτό το αμείωτο της υπόστασης προς την ουσία ή φύση —αμείωτο που μας υποχρέωνε να παραιτηθούμε από την ταύτιση της υπόστασης με το άτομο μέσα στην Τριάδα, αποκαλύπτοντας το μη συλληπτικό χαρακτήρα της έννοιας υπόσταση— πρέπει να λαμβάνει χώραν επίσης μέσα στην περιοχή του κτιστού όντος, κυρίως όταν πρόκειται για ανθρώπινες «υποστάσεις» ή «πρόσωπα»;
Κάνοντας αυτή την ερώτηση, θα διερωτηθούμε ταυτόχρονα, αν η τριαδική θεολογία είχε μιαν αντανάκλαση μέσα στη χριστιανική ανθρωπολογία· αν άνοιξε μια καινούργια διάσταση του «προσωπικού», ανακαλύπτοντας μιαν έννοια της αμείωτης ανθρώπινης υπόστασης στο επίπεδο ατομικών φύσεων ή ουσιών που πέφτουν στην επίδραση των συλλήψεων και αφήνονται να τακτοποιηθούν με τόσην άνεση, μέσα στο λογικό δένδρο του Πορφύριου;
Σ’ αυτή την ερώτηση θ’ απαντήσουμε, more scholastico, πρώτα με μιαν άρνηση, λέγοντας συνετά: videtur quod non. Φαίνεται ότι το ανθρώπινο πρόσωπο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα άτομο, αριθμητικά διάφορο από κάθε άλλο άνθρωπο. Πραγματικά, αν χρειάστηκε να παραιτηθεί κανείς από την έννοια του ατόμου, που δεν έχει θέση μέσα στην Τριάδα, για ν’ ανυψωθεί προς την απογυμνωμένη ιδέα της θείας υπόστασης, συμβαίνει εντελώς αλλιώτικα μέσα στην κτιστή πραγματικότητα, όπου υπάρχουν ανθρώπινα άτομα που ονομάζουμε πρόσωπα.
Μπορεί κανείς να τα ονομάσει «υποστάσεις», αλλά τότε αυτός ο όρος θα εφαρμοσθεί σε κάθε άτομο οποιουδήποτε είδους και αν είναι, όπως το δείχνει το παράδειγμα που δόθηκε από τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό: «Πέτρος, Παύλος, ένα ορισμένο άλογο». Άλλοι (ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός π.χ.) θα κρατήσουν τον όρο της υπόστασης για τα άτομα της λογικής φύσης, ακριβώς όπως o Βoece θα το κάνει μέσα στον προσδιορισμό του προσώπου: Substantia individua rationalis natura, η ατομική ουσία, φύσις των ελλόγων (και ας παρατηρήσουμε ότι η «substantia» είναι εδώ μια κυριολεκτική μετάφραση της υπόστασης).
Ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτος θα λάβει έτσι ακριβώς αυτή την έννοια που διατυπώθηκε από το Βoece για να υποδείξει το κτιστό πρόσωπο. Όπως οι Έλληνες Πατέρες, θα ζητήσει να τη μετασχηματίσει για να την εφαρμόσει στα πρόσωπα της Τριάδας, αλλά, μέσα στους όρους μιας τριαδικής διδασκαλίας διάφορης εκείνης της Ανατολής, το πρόσωπο του φιλοσόφου θα γίνει relatio (σχέση) στο θεολόγο.
Είναι περίεργο να σημειώσει κανείς ότι ο Richard de Saint Victor, που αρνήθηκε να δεχθεί τον προσδιορισμό του προσώπου στον Βoece, καταλήγει να συλλάβει την θεία υπόσταση ως Divinae naturae incommuni cabilis existentia, πράγμα που θα τον συμπλησίαζε με τον τρόπο που βλέπουν οι Έλληνες θεολόγοι, κατά τον R. Ρ. Βergeron.
Εν τούτοις —και είναι το μόνο σημείο που πρέπει να μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή— φαίνεται πως ούτε οι Πατέρες της Εκκλησίας, ούτε ο Θωμάς ο Ακινάτος, ούτε ακόμα ο Richard de Saint Victor που επέκρινε τον Boece, δεν εγκατέλειψαν μέσα στην ανθρωπολογία τους την έννοια του ανθρώπινου προσώπου —ατομική υπόσταση, αφού τη μετασχημάτισαν για τη χρήση της τριαδικής θεολογίας.
Λοιπόν, μέσα στη θεολογική γλώσσα, στην Ανατολή όπως και στη Δύση, ο όρος του ανθρώπινου προσώπου συμπίπτει μ’ εκείνον του ανθρώπινου ατόμου.
Αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε σ’ αυτή τη διαπίστωση. Αφού, καθώς φαίνεται, η χριστιανική ανθρωπολογία δεν έδωσε μια καινούργια έννοια στον όρο της ανθρώπινης υπόστασης ή του προσώπου, ας προσπαθήσουμε ν’ αποκαλύψουμε την παρουσία μιας διαφορετικής έννοιας, που δεν μπορεί πια να είναι ταυτόσημη μ’ εκείνη του ατόμου και που όμως παραμένει απροσδιόριστη από έναν όρο, ως ένα υπονοούμενο βάθρο, το πιο συχνά ανέκφραστο από όλες τις θεολογικές ή ασκητικές διδασκαλίες που αναφέρονται στον άνθρωπο.
Ας δούμε πριν από όλα (και εδώ θα είναι το έργο μας), αν η έννοια του ανθρώπινου προσώπου μειωμένη σ’ εκείνη μιας φύσης ή ατομικής φύσης, μπορεί να διατηρηθεί μέσα στα συμφραζόμενα του χριστιανικού δόγματος.
Το δόγμα της Χαλκηδόνος, του οποίου ο χριστιανικός κόσμος μόλις γιόρτασε τη 15η εκατονταετηρίδα, μας δείχνει το Χριστό «Ομοούσιο με τον Πατέρα κατά τη Θεότητα, ομοούσιο με μας κατά την ανθρωπότητα». Μπορούμε να συλλάβουμε την πραγματικότητα της ενσάρκωσης του Θεού χωρίς να δεχθούμε καμμιά μετατροπή της Θεότητας σε ανθρωπότητα, καμμιά σύγχυση ή ανάμιξη του άκτιστου και του κτιστού, ακριβώς γιατί διακρίνουμε το πρόσωπο ή υπόσταση του Υιού, από τη φύση του ή ουσία: ένα πρόσωπο που δεν σχηματίζεται από δύο φύσεις —εκ δύο φύσεων, αλλά που είναι μέσα σε δύο φύσεις— εις δύο φύσεις.
Η έκφραση «υποστατική ένωση» (παρά την άνεσή της και τη γενική της χρήση) είναι ακατάλληλη, γιατί κάνει να σκεφθεί κανείς μιαν ανθρώπινη φύση ή ουσία, προϋπάρχουσα της ενσάρκωσης, που θα έμπαινε μέσα στην υπόσταση του Λόγου, ενώ αυτή η φύση, η ανθρώπινη ουσία, αναληφθείσα από τον Λόγο μέσα στην Παρθένο Μαρία, δεν αρχίζει να υπάρχει ως αυτή η φύση ή ιδιαίτερη ουσία, παρά τη στιγμή της ενσάρκωσης, δηλαδή μέσα στην ενότητα του Προσώπου ή υπόσταση του Υιού του Θεού που έγινε Άνθρωπος.
Λοιπόν, η ανθρωπότητα του Χριστού, με την οποία είναι «ομοούσιος με μας », δεν είχε ποτέ άλλην υπόσταση παρ’ αυτή του Υιού του Θεού· εντούτοις, κανείς δεν θα θελήσει ν’ αρνηθεί ότι η ανθρώπινή Του φύση έχει το χαρακτήρα μιας «ατομικής υπόστασης» και το δόγμα της Χαλκηδόνος επιμένει πάνω στο γεγονός ότι ο Χριστός είναι «τέλειος μέσα στην ανθρωπότητά του», «αληθινά άνθρωπος», εκ ψυχής λογικής και σώματος. Μέσα στις συνθήκες αυτές, το ανθρώπινο υποκείμενο του Χριστού έχει τον ίδιο χαρακτήρα με τις άλλες υποστάσεις ή ιδιαίτερες φύσεις της ανθρωπότητας που ονομάζουν «υποστάσεις» ή «πρόσωπα».
Όμως, αν του εφάρμοζαν αυτή την ονομασία, θα έπεφτε κανείς μέσα στη νεστο¬ριανή πλάνη, ανατέμνοντας την υποστατικήν ενότητα του Χριστού σε δύο όντα «προσωπικά» διακεκριμένα.
Αφού, κατά την Χαλκηδόνα, ένα θείο Πρόσωπο καταστάθηκε ομοούσιο με τα κτιστά πρόσωπα, είναι ότι έγινε μια Υπόσταση της ανθρώπινης φύσης χωρίς να μετασχηματισθεί σε ανθρώπινη υπόσταση ή πρόσωπο.
Λοιπόν, αν ο Χριστός είναι ένα θείο Πρόσωπο, ενώ είναι πλήρης άνθρωπος από την «ενυποστασιασμένη» φύση του, θα πρέπει να παραδεχθεί κανείς (τουλάχιστο στην περίπτωση του Χριστού) ότι εδώ η υπόσταση της αναληφθείσας ανθρωπότητας δεν μπορεί να μειωθεί στην ανθρώπινη υπόσταση, σ’ αυτό το ανθρώπινο άτομο, που απογράφτηκε από τον Αύγουστο, μ’ άλλα άτομα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Αλλά, ταυτόχρονα, μπορεί κανείς να πει ότι, είναι ο Θεός που απογράφτηκε κατά την ανθρωπότητά Του, ακριβώς γιατί αυτό το ανθρώπινο «άτομο», αυτό το άτομο της ανθρώπινης φύσης απογραμμένο με τ’ άλλα, δεν ήταν ένα ανθρώπινο «πρόσωπο».
Φαίνεται ότι, για να είναι κανείς συνεπής, θα έπρεπε να παραιτηθεί να υποδεικνύει την ατομική ουσία φύσης λογικής με τον όρο του προσώπου ή υπόστασης, αλλιώς η νεστοριανή αμφισβήτηση κινδυνεύει να εμφανισθεί ως μία φιλονικία πάνω στις λέξεις: μία ή δύο υποστάσεις μέσα στο Χριστό; δύο, αν στην πρώτη περίπτωση (εκείνη της θείας υπόστασης), υπόσταση σημαίνει αμείωτο προς τη φύση, ενώ μέσα στη δεύτερη περίπτωση, υπόσταση δεν σημαίνει παρά την ατομική ανθρώπινη υπόσταση.
Αλλά αν μέσα στις δύο περιπτώσεις βρίσκει κανείς το ίδιο αμείωτο του προσώπου προς τη φύση, θα πει κανείς μιαν υπόσταση ή πρόσωπο του Χριστού. Και αυτή η άρνηση να παραδεχτεί κανείς δύο προσωπικά διακεκριμένα όντα, μέσα στο Χριστό, θα σημάνει ταυτόχρονα πως πρέπει επίσης να διακρίνει μέσα στα ανθρώπινα όντα το πρόσωπο ή υπόσταση και τη φύση ή ατομική ουσία.
Λοιπόν, ο προσδιορισμός του Βοece: Substatia individia rationalis natura εμφανίζεται, στο φώς του Χριστολογικού δόγματος, επαρκής για να αποτελέσει την έννοια του ανθρώπινου προσώπου. Δεν μπορεί να εφαρμοσθεί παρά στην «ενυποστασιασμένη φύση» (για να μεταχειρισθούμε εδώ την έκφραση που δημιούργησε ο Λεόντιος του Βυζαντίου) και όχι στην υπόσταση ή το ανθρώπινο πρόσωπο αυτά το ίδιο.
Καταλαβαίνει κανείς γιατί ο Richard de Saint- Victor απέρριψε τον προσδιορισμό του Βoece παρατηρώντας με λεπτότητα ότι η ουσία απαντά στο ερώτημα Quid, το πρόσωπο στο ερώτημα Quis. Λοιπόν, στο ερώτημα Quis απαντά κανείς μ’ ένα κύριο όνομα, που μονάχα μπορεί να υποδείξει το πρόσωπο (De Trin. IV. G, 7, RL 196, Col 934, 935). Γι’ αυτό και ο καινούργιος προσδιορισμός (για τα θεία πρόσωπα): Ρersona est divina natura incommunicabilis existentia.
Αλλ’ ας αφήσουμε τον Richard, για να διερωτηθούμε κατά ποιάν έννοια πρέπει να γίνει η διάκριση μεταξύ του προσώπου και της ανθρώπινης υπόστασης και του ανθρώπου ως ατόμου ή ιδιαίτερης φύσης.
Τί πρέπει να σημαίνει το πρόσωπο σχετικά με το ανθρώπινο άτομο; Είναι άραγε μία ιδιότητα ανώτερη του ατόμου, ιδιότητα που θα ήταν η τελειότητά του καθώς είναι ένα ον δημιουργημένο κατ’ εικόνα του Θεού και, ταυτόχρονα, η αρχή της εξατομί¬κευσής του;
Τούτο εδώ μπορεί να φαίνεται αληθοφανές, κυρίως αν λάβει κανείς υπ’ όψη του ότι οι προσπάθειες να δείξει μέσα στο ανθρώπινο ον τους χαρακτήρες αυτού που είναι «κατ’ εικόνα του Θεού» σκοπεύουν, σχεδόν πάντοτε, τις ανώτερες ιδιότητες («πνευματικές») του ανθρωπου. (Ας υπενθυμίσουμε όμως πως ο άγιος Ειρηναίος άπλωνε την εικόνα στη σωματική φύση του ανθρώπου).
Οι ανώτερες ιδιότητες του ανθρώπου, που χρησιμεύουν συνήθως ν’ αναδείχνουν το χαρακτήρα της εικόνας, μέσα σε μία τριχοτομημένη σύλληψη, λαμβάνουν το όνομα του νου, όρος που δύσκολα μεταφράζεται και που αναγκαζόμαστε ν’ αποδώσουμε με τον όρο ανθρώπινο πνεύμα.
Στην περίπτωση αυτή, ο άνθρωπος ως πρόσωπο θα ήταν ένας νους, ένα ενσαρκωμένο πνεύμα, δεμένο με τη ζωτική φύση την οποία «ενυποστασιάζει» —ή μάλλον στην οποία παραμένει παραφυόμενο, δεσπόζοντάς τη. Θα μπορούσε κανείς να βρει, πράγματι, κυρίως στους Πατέρες του 4ου αιώνα, και ιδιαίτερα στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, αναπτύξεις πάνω στο νου —έδρα της ελευθερίας (αυτεξουσία), ιδιότητα που να προσδιορίζεται εξ ιδίων και που απονέμει στον άνθρωπο το χαρακτήρα του κτιστού όντος κατ’ εικόνα του Θεού ή αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το αξίωμα του προσώπου.
Αλλ’ ας δοκιμάσουμε να υποβάλουμε αυτό το νέο σχήμα, που φαίνεται ότι στηρίζεται από το κύρος των Πατέρων, στην κρίση του χριστολογικού δόγματος.
Θα δούμε αμέσως πως πρέπει να παραιτηθούμε από αυτό. Πράγματι, αν ο νους αντιπροσώπευε μέσα σ’ ένα ανθρώπινο ον την «υποστατική» στιγμή που το συνιστά ως πρόσωπο, θα έπρεπε, για να περισώσει κανείς την ενότητα της υπόστασης μέσα στον Θεάνθρωπο, ν’ αποκόψει το ανθρώπινο πνεύμα από τη φύση του Χριστού και ν’ αντικαταστήσει τον κτιστό του νου με το θείο Λόγο.
Δηλαδή, θα έπρεπε να δεχθεί κανείς την χριστολογική διατύπωση του Απολλιναρίου της Λαοδικείας. Πρέπει κανείς να παρατηρήσει ότι υπήρξε ακριβώς ο Γρηγόριος Νύσσης που επέκρινε ακριβέστερα την πλάνη του Απολλιναρίου, πράγμα που δίνει λαβή να σκεφθεί κανείς ότι, παρά τον πνευματιστικό τόνο της διδασκαλίας του της εικόνας του Θεού, ο ανθρώπινος νους στο Γρηγόριο δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά την έννοια του υποστατικού στοιχείου που απονέμει στον άνθρωπο το προσωπικό του ον.
Αν έτσι είναι, δεν υπάρχει πια θέση για την υπόσταση ή πρόσωπο του ανθρώπου μέσα στη σύνθεση της ατομικής του φύσης. Λοιπόν, τούτο απαντά ακριβώς σ’ αυτό το αμείωτο της υπόστασης προς το ανθρώπινο άτομο που αναγκαστήκαμε να διαπιστώσουμε μιλώντας για τη Χαλκηδόνα.
Αλλά, από το άλλο μέρος, για να διακρίνουμε την ανθρώπινη υπόσταση από αυτό που αποτελεί την περίπλοκη της φύση —σώμα, ψυχή, πνεύμα (αν θέλει κανείς να δεχθεί αυτή την τριχοτόμηση)— δεν θα βρούμε καμμιά προσδιορίσιμη ιδιότητα, καμμιά αρμοδιότητα που θα ήταν ξένη από τη φύση και θα ανήκε αποκλειστικά στο πρόσωπο, παρμένο σ’ αυτό το ίδιο.
Υπ’ αυτούς τους όρους θα μας είναι αδύνατο να σχηματίσουμε μιαν έννοια του αν¬θρώπινου προσώπου και θα πρέπει ν’ αρκεσθούμε να πούμε: το πρόσωπο σημαίνει το αμείωτο του ανθρώπου προς τη φύση του.
«Αμείωτο» και όχι «κάτι τι που δεν μειώνεται» ή «κάτι τι που καθιστά τον άνθρωπο αμείωτο προς τη φύση του», ακριβώς γιατί δεν μπορεί να πρόκειται εδώ για «κάτι τι» το διακεκριμένο, μιας «άλλης φύσης», αλλά για κάποιον που διακρίνεται από την ίδια του τη φύση, για κάποιον που υπερβαίνει τη φύση του, ενώ την περιέχει, που την κάνει να υπάρχει ως ανθρώπινη φύση μ’ αυτή την υπέρβαση και, εντούτοις, δεν υπάρχει εν εαυτώ, έξω από τη φύση που «ενυποστασιάζει», που υποστατώνει, και που υπερβαίνει αδιάκοπα.
Θα έλεγα —«που εκστασιάζει», αν δε φοβόμουν πως θα με μεμφθούν ότι εισάγω μιαν έκφραση που πάρα πολύ θυμίζει «τον εκστατικό χαρακτήρα του «Dasein» στον Χάϊντεγγερ, αφού επέκρινα άλλους που επιχείρησαν να κάνουν παρόμοιες προσεγγίσεις.
Ο πατήρ Von Balthasar στο βιβλίο του για τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, μιλώντας για τη μεταχαλκηδόνεια θεολογία, κάνει μία παρατήρηση που μου φαίνεται πως είναι πολύ σωστή και ταυτόχρονα εσφαλμένη.
Λέει (σελ. 21): «Πλάι στο δένδρο του Πορφυρίου που προσπαθεί να εισαγάγει κάθε υπάρχον ον μέσα στις κατηγορίες της ουσίας, τάξης, γένους, ειδικής διαφοράς και τελικά ατόμου (άτομα, είδος), εμφανίζονται καινούργιες κατηγορίες οντολογικές. Αυτές οι καινούργιες κατηγορίες, αμείωτες προς τις κατηγορίες της ουσίας, παραπέμπουν ταυτόχρονα στην περιοχή της ύπαρξης και εκείνης του προσώπου.
Οι δύο περιοχές είναι ακόμα δεμένες μέσα σε καινούργιες εκφράσεις (ύπαρξη, υπόσταση). . . με αόριστα ακόμα περιγράμματα, που γυρεύουν μιαν ακριβή αρμοδιότητα.
Θα χρειασθεί ακόμα πολύς καιρός πριν να είναι σε θέση ο Μεσαίωνας να διατυπώσει τη διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης και να κάνει μ’ αυτή τον οπλισμό του τρόπου του είναι του πλάσματος… Εντούτοις, είναι ασφαλώς μέσα σ’ αυτή την κατεύθυνση που βαδίζουμε όταν βλέπουμε να ξεπηδά κοντά στην παλιά αριστοτελική συνταγή των ουσιών, αυτή η καινούργια τάξη της ύπαρξης και του προσώπου».
Ο π. Von Balthasar άγγιξε εδώ ένα κόμπο προβλημάτων που έχουν εξαιρετική σημασία, αλλά, αφού έκανε τη συσχέτιση, αντί να προχωρήσει μακρύτερα στην αναζήτηση, παραπλανάται και παραμένει στην επιφάνεια. Συσχέτισε, όπως το είδαμε, τις «καινούργιες οντολογικές κατηγορίες», εκείνης της υπόστασης ή του προσώπου, και το υπαρξιακό esse (είναι) που ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτος ανακάλυψε επέκεινα της αριστοτελικής τάξης της ουσιαστικότητας, αυτό τον συγχρονισμό της ύπαρξης που, όπως λέει ο Μ. Gilson , «διότι υπερβαίνει την ουσία, υπερβαίνει επίσης την έννοια» (L’ etre et l’ essence , σελ. 111).
Πιστεύουμε ότι ο Μ. Gilson έχει δίκαιο να λέει ότι μονάχα ένας χριστιανός μεταφυσικός μπόρεσε να προχωρήσει τόσο στην ανάλυση της συγκεκριμένης δομής των κτιστών όντων.
Αλλά μπρος στη συσχέτιση που έγινε από τον π. Von Balthasar θα διερωτηθεί κανείς: η πραγματική διάκριση μεταξύ της ουσίας και της ύπαρξης, βρίσκοντας στη ρίζα κάθε ατομικού όντος την ενέργεια να υπάρχει κανείς και που το τοποθετεί μέσα στην ίδια του την ύπαρξη, έφθασε ταυτόχρονα τη ρίζα του προσωπικού όντος;
Ο μη εννοιολογούμενος χαρακτήρας της ύπαρξης είναι άραγε της ίδιας τάξης μ’ αυτή του προσώπου ή αυτή η καινούργια οντολογική τάξη, που ανακάλυψε ο άγιος Θωμάς, παραμένει ακόμα πέραν του προσωπικού;
Είναι βέβαιο ότι υπάρχει ένας στενός δεσμός μεταξύ των δύο, τουλάχιστο μέσα στη σκέψη του αγίου Θωμά.
Απαντώντας στο ερώτημα Utrum in Christo sit tantum Unum esse (Sent. III, D. 6,9, 2, α. 2. III α, 9.17. α2), ο Θωμάς βεβαιώνει την ενότητα της ύπαρξης του Θεανθρώπου, μιλώντας για την ενότητα της υπόστασής Του.
Αλλά θα ωθήσει άραγε πάρα πέρα αυτή τη σύγκριση μεταξύ του υπαρξιακού και του προσωπικού, ώσπου να βεβαιώσει τρεις υπάρξεις εν Θεώ; ό Richard de Saint- Victor το έκανε μιλώντας για τις τρεις θείες υποστάσεις — αλλά δεν ανασχημάτισε την έννοια του ανθρώπινου προσώπου.
Ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτος ανοικοδόμησε την έννοια των ατομικών ουσιών, βρίσκοντας εκεί την πολλαπλάσια δημιουργική ενέργεια, συγχρονίζοντας όλα όσα υπάρχουν, — αλλά αυτή η καινούργια οντολογική κατηγορία απλώνεται σε όλα τα κτιστά όντα, και όχι μονάχα στα ανθρώπινα και αγγελικά πρόσωπα. Από τ’ άλλο μέρος, ο Θεός του αγίου Θωμά δεν είναι παρά μόνο μία ύπαρξη, ταυτόσημη στην ουσία —καθαρή Πράξη ή ipsum esse subsistens.
Τούτο εδώ μας αναγκάζει να κάνουμε μια διόρθωση στην παρατήρηση του π. Von Balthasar. Αν η καινούργια περιοχή του μη εννοιολογούμενου, διότι είναι αμείωτη προς την ουσία, ανοίγεται σ’ ένα Μάξιμο τον Ομολογητή μέσα στην έννοια της κτιστής υπόστασης, δεν είναι μέσα στη θωμική διάκριση τής ουσίας και της ύπαρξης —διάκριση που διεισδύει ως το υπαρξιακό βάθος των ατομικών όντων— που θα βρει κανείς την οντολογική λύση του μυστηρίου του ανθρώπινου προσώπου.
Η φυσική θεολογία του αγίου Θωμά παραμένει μακριά από αυτή τη λύση, και δε μπορεί κανείς να τον μεμφθεί γι’ αυτό, αφού δεν ήταν τούτο το έργο του.
Αν μου επιτρέπεται να εκφρασθώ μέσα στη γλώσσα της «παλαμικής» θεολογίας, που μου είναι κοντινή, θα πω ότι ο άγιος Θωμάς, ως μεταφυσικός, φθάνει το Θεό και τα κτιστά όντα στο επίπεδο της ενέργειας, και όχι στο επίπεδο της «υπερουσίας» σε τρεις Υποστάσεις και του πολυϋποστασιασμού του κτιστού κόσμου.
Το πλάσμα, «φυσικό» και «υποστατικό» ταυτόχρονα, καλείται να πραγματοποιήσει εξ ίσου την ενότητα της φύσης του και την αληθινή προσωπική διαφορά, υπερβαίνοντας μέσα στη χάρη τα ατομικά όρια που διαιρούν τη φύση και τείνουν να μειώσουν τα πρόσωπα στο επίπεδο του κλειστού όντος των ιδιαίτερων ουσιών.
Το επίπεδο πάνω στο οποίο τίθεται το πρόβλημα του ανθρώπινου προσώπου ξεπερνά λοιπόν αυτό της οντολογίας, έτσι όπως την εννοούν συνήθως. Και αν πρόκειται για μια μεταοντολογία, μονάχα ο Θεός μπορεί να τη γνωρίσει, αυτός ο Θεός που η διήγηση της Γένεσης μας δείχνει να σταματά το έργο για να πει μέσα στο Συμβούλιο των Τριών Υπο¬στάσεων: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Μας και καθ’ ομοίωσή Μας»

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Μετάνοια και Εξομολόγηση

ΠΟΝΟΣ ΑΦΟΡΗΤΟΣ
«Σειραῖς τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν
ἕκαστος σφίγγεται»
(Παροιμ. 5,22 )

Υπάρχουν στιγμές που δεν αισθανόμαστε κανένα πόνο στο σώμα μας. Μπορεί ο οργανισμός μας να λειτουργεί θαυμάσια και φυσιολογικά, χωρίς να παρουσιάζει κανένα από τα ανησυχητικά εκείνα συμπτώματα που προκαλούν την αγωνία και την προσοχή μας…
… Και όμως, παρόλα αυτά, να αισθανόμαστε πόνο! Πόνο δυνατό και ανυπόφορο, βασανιστικό, τυραννικό. Πόνο οξύτατο και κουραστικό, επικίνδυνο κι ενοχλητικό. Πόνο που καθιστά τη ζωή μας μεμψίμοιρη, δυστυχισμένη, συννεφιασμένη, μαύρη και απαίσια.
Δεν είναι πόνος του σώματος αυτός. Διότι τότε θα μας ήταν αρκετά εύκολο να εντοπίσουμε την εστία του και να αντιμετωπίσουμε την αιτία του, με ένα ισχυρό παυσίπονο. Τότε ο πόνος θα περνούσε, και την κατάθλιψη- έπειτα από λίγο- θα αντικαταστούσε το χαμόγελο της υγείας και της χαράς. Αλλ’ όχι! Δεν είναι πόνος του σώματος αυτός. Είναι πόνος της ψυχής. Είναι πόνος που καίει τα σωθικά μας, που πιέζει την καρδιά μας και σφυροκοπά ό,τι ευγενικό και ιερό υπάρχει μέσα μας. Είναι ακόμη πόνος που δεν εννοεί να μας εγκαταλείψει οπουδήποτε κι αν πορευθούμε: ο καθαρός αέρας του βουνού, το ιώδιο της θάλασσας, η γλυκειά ατμόσφαιρα της εξοχής, το όμορφο τοπίο του χωριού, η ανέφελη και ήρεμη ζωή του σπιτιού, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι σε θέση να μετριάσει τον πόνο αυτό, που προέρχεται από τα τρίσβαθα του είναι μας, από το κέντρο της καρδιάς μας.
Φαντάζομαι, θα κατάλαβες φίλε αναγνώστη, πως πρόκειται για τις τύψεις της συνείδησης και τούτο διότι φρονώ ότι δεν σου είναι καθόλου άγνωστος ο πόνος και η οδύνη που προκαλούν. Είναι αλήθεια, πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει δοκιμάσει στη, μικρής ή μεγάλης διάρκειας , ζωή του το ανηλεές και αδυσώπητο μαστίγωμα της φωνής της συνείδησης. Έπειτα από κάποιο σφάλμα, ύστερα από κάποια παρεκτροπή, παρουσιάζεται η εσωτερική διαμαρτυρία, ο μαύρος πόνος της συνείδησης. Και αυτοί ακόμη οι πωρωμένοι εγκληματίες , οι αιμοσταγείς και σκληρόκαρδοι κακοποιοί, σε στιγμές που ξυπνά μέσα τους η ανθρωπιά και μαλακώνει το σκληρό πέτρωμα που περιβάλει την καρδιά τους, νιώθουν κι αυτοί το οδυνηρό σφυροκόπημα της ασίγαστης φωνής της συνείδησης. Διότι, όσο κι αν πασχίσει ο άνθρωπος να απαλλαγεί από την ενοχλητική της παρουσία, ελάχιστα θα κατορθώσει.
«Φωνή του Θεού» ονόμασαν χαρακτηριστικά τη συνείδηση. Διότι ο ίδιος ο Θεός είναι Εκείνος που την τοποθέτησε μέσα μας. Την έβαλε σαν άγρυπνο φρουρό εκεί στο εσωτερικό της καρδιάς μας, έτοιμη να μας ελέγξει κάθε φορά που παραβαίνουμε τον γραπτό ή άγραφο θείο Νόμο, ή να μας επαινέσει και να μας ανταμείψει όταν συμμορφώνουμε τη ζωή μας προς το άγιο θέλημά Του. Η συνείδηση, όπως έλεγε ο αρχαίος Μένανδρος, είναι ο ίδιος ο Θεός μέσα στην καρδιά μας: «Βροτοίς άπασιν η συνείδησις Θεός». Και το γνωρίζει αυτό ανέκαθεν ο άνθρωπος. Έτσι, από τα παλαιότερα ακόμη χρόνια, δεν έπαψε να πιστεύει ότι εκείνη η ενδόμυχη πληροφορία περί του καλού και του κακού, ήταν πράγματι φωνή Θεού.
Οι αρχαίοι Έλληνες με την ποιητική τους φαντασία, μας παρέστησαν τις τύψεις που δημιουργούνται έπειτα από κάθε μας παράβαση, σαν γυναίκες αιμοβόρες και τρομερές. Ερινύες τις είχαν ονομάσει. Οι Στωικοί φιλόσοφοι ονόμασαν τη συνείδηση Νέμεση, που είναι έτοιμη να δικάσει τις πράξεις μας. Όλοι όμως, έστω κι αν χρησιμοποιούν διαφορετικά ονόματα, σε ένα συναντώνται και συμφωνούν: στο ότι η συνείδηση με τις τύψεις ή τις θωπείες της, είναι ένα δικαστήριο που επιλαμβάνεται όλων των καθημερινών μας πράξεων, σκέψεων, στοχασμών και αποφάσεων.
Και είναι βέβαια αλήθεια, ότι για μερικούς τουλάχιστον ανθρώπους , έχει κάποτε …διακοπές το δικαστήριο αυτό. Πότε- πότε σιγά ο κώδωνάς του και η φωνή της συνείδησης παύει πλέον να ενοχλεί με τις κραυγές της τον άνθρωπο. Αυτό συμβαίνει όταν εκείνος με πείσμα και επιμονή την καταφρονεί και αγωνίζεται να την καταπνίξει. Ή ακόμη όταν την αφήνει στο σκοτάδι της αμάθειας, της άγνοιας και της θρησκευτικής αδιαφορίας.
 Το φαινόμενο τέτοιων ανθρώπων δεν είναι σπάνιο. Πωρωμένους τους αποκαλεί ο κόσμος. Ακάθαρτους και πονηρούς τους χαρακτηρίζει ο απόστολος Παύλος στην προς Τίτον επιστολή , όταν γράφει ότι των ανθρώπων αυτών «μεμίανται καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις» ( 1, 15 ).

Όμως , παρά τις προσπάθειες και παρά τον αγώνα δεν πεθαίνει η φωνή αυτή. Μπορεί να καταπιέζεται, να υποφέρει ,να σιωπά, να ναρκώνεται. Δεν παύει εντούτοις και να αναπνέει, να φυτοζωεί. Δύσκολα στραγγαλίζεται, δολοφονείται, θάπτεται. Η πείρα της καθημερινής ζωής αυτό ακριβώς αποδεικνύει, ότι δηλαδή και στους πλέον σκληρούς και ακαλλιέργητους χαρακτήρες, αφυπνίζεται από το βαθύ της λήθαργο η συνείδηση και σηκώνεται για να προβάλλει τις απαιτήσεις της. Και φωνάζει. Και κραυγάζει. Και διαμαρτύρεται. Και ελέγχει το κακό, για να οδηγήσει, όχι σπάνια, σε μυστικά δάκρυα συγγνώμης και μεταμέλειας.

Πριν μερικά χρόνια γράφτηκε στις εφημερίδες ότι στις Αστυνομικές Αρχές της Θεσσαλονίκης εμφανίστηκε κάποιος που είχε διαπράξει φόνο: Πριν από 8 χρόνια φόνευσε ένα συγχωριανό του. Η δικαιοσύνη, επειδή δεν είχε επαρκείς αποδείξεις, τον είχε αθωώσει. Αυτός όμως επί 8 συνεχή έτη, καθώς είπε, δεν μπορούσε «να φάει γλυκό ψωμί».

Το φάσμα της ενοχής τον κατεδίωκε. Η μυστική φωνή ξεπηδούσε από το εσωτερικό του και του αρνιόταν γαλήνη και ειρήνη, ένα συνεχές δράμα παιζόταν μέσα του, με θύμα τον ίδιο. Και να! Έπειτα από 8 χρόνια έδωσε διέξοδο στο δράμα του αυτό και ζήτησε λύτρωση από τον αφόρητο πόνο της ψυχής του, με μια γενναία ομολογία της ενοχής του. Μόνο έτσι καθησύχασε τη φωνή της επαναστατημένης συνείδησής του.

Και δεν είναι μόνον αυτό. Πολλά , πάρα πολλά, είναι τα παραδείγματα ανθρώπων, που έπειτα από πολύχρονη και επίμονη προσπάθεια να πνίξουν τη φωνή του Θεού μέσα τους, δεν το κατόρθωσαν. Και κάποτε επί τέλους, νικημένοι, εξασθενημένοι, κουρασμένοι, αναγκάζονται να διακόψουν το ψυχικό τους δράμα και να δώσουν ένα τέλος, ομολογώντας το βάρος και την ενοχή τους. Μόνο έτσι βρίσκει ανακούφιση και ηρεμία η βαρειά καρδιά τους.

Όσοι έχουν πείρα της ζωής, δεν διστάζουν να διακηρύξουν ότι ο μεγαλύτερος και φοβερότερος πόνος, ο πράγματι αβάσταχτος και οδυνηρός, είναι εκείνος που προκαλούν οι τύψεις της συνείδησης. Ο διάσημος ψυχίατρος Paul Tournier το λέει καθαρά: «Δεν υπάρχει χειρότερος και βλαβερότερος πόνος από τον ψυχικό πόνο, τον οποίο προκαλεί η τύψη της συνειδήσεως». Και δεν έχει άδικο. Μόνο άνθρωπος χωρίς καρδιά και χωρίς αισθήματα μπορεί να αμφιβάλλει γι’ αυτό. Δεν είναι υπερβολή αν σημειώσουμε , πως είναι τόσο βαρύς ο πόνος αυτός, ώστε πολλές φορές ο άνθρωπος γονατίζει κάτω από το βάρος του. Γονατίζει και υψώνει τα χέρια ψηλά, ανίκανος να συνεχίσει τη ζωή, να αντιμετωπίσει την κοινωνία. Καθημερινά κρούσματα αποτρόπαιων και απελπισμένων διαβημάτων, εξ αιτίας της διεγειρόμενης συνείδησης, αποτελούν σπουδαίο μάρτυρα, ότι μεγάλη αναταραχή και φοβερή «επανάσταση» φέρει στο εσωτερικό μας η αχώριστη φωνή.

Σήμερα, μάλιστα, είναι περισσότερο από επιστημονικά βέβαιον , ότι κυριότερη αιτία διαταράξεως της εσωτερικής ισορροπίας του ανθρώπου ,είναι η φωνή αυτή. Αυτή δημιουργεί εσωτερικές μελαγχολίες, αδυναμίες, νευρικότητες , θλίψεις και πόνο φοβερό. Επί πλέον δε, φυγαδεύει την πηγαία εκείνη χαρά που γλυκαίνει τη ζωή και ανακουφίζει τον δυστυχισμένο οδοιπόρο του φιλόξενου αυτού πλανήτη.




Από το βιβλίο: «ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»

Μητροπολίτου πρ. Πειραιώς ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΣΟΥ
ΑΘΗΝΑ 2012
Εκδόσεις: “ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ”

ΤΟ ΑΙΤΙΟ


«Οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου».

(Ψαλμ. 37, 4 )



Αλλά οι τύψεις δεν έρχονται χωρίς λόγο. Ποτέ δεν ενόχλησαν κανέναν χωρίς αιτία, ούτε παρουσιάσθηκαν αδικαιολόγητα. Κάποιος λόγος και κάποια αιτία , είναι αλήθεια, ότι υπάρχει και τις προκαλεί. Κι εδώ θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα, προκειμένου να εντοπίσουμε το αίτιο που δημιουργεί αυτή την επανάσταση της συνείδησης. Είναι φανερό , ότι το παν εξαρτάται από τη στάση μας έναντι του νόμου του Θεού. Κάθε μας παρεκτροπή είναι και μία αιτία εξέγερσης αυτού που ονομάσαμε φωνή του Θεού μέσα μας. Τη συνείδησή μας ενοχλεί η παράβαση των εντολών του Θεού, η περιφρόνηση του θελήματός Του, η αντίθετη προς το νόμο Του πορείας μας, γενικά με μια λέξη η αμαρτία. Και αυτή ακριβώς η αμαρτία αποτελεί το αίτιο της επανάστασης και της φυγάδευσης της ειρήνης από το εσωτερικό μας.

Είτε το θέλουμε είτε όχι, η ειρήνευση και γαλήνη της καρδιάς μας και η εσωτερική μας ισορροπία και χαρά, εξαρτώνται από τη σχέση μας προς τον Θεό και το νόμο Του. Ο άνθρωπος είναι πλάσμα του Θεού, είναι ο φορέας της πνοής Του και του πνεύματός Του. Και όσο κι αν προσπαθεί να αποβάλει το χαλινάρι της υποταγής στον Δημιουργό του, δεν παύει εντούτοις να αντιλαμβάνεται και ο ίδιος , σε στιγμές λογικής και νηφαλιότητας , ότι ο Θεός αποτελεί το οξυγόνο των ψυχικών του πνευμόνων και τη φυσική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία είναι δυνατοί οι ψυχικοί του πτερυγισμοί. Βλέπει και αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος , ότι οδηγός και κανόνας του βίου του πρέπει να είναι το θέλημα του Θεού , όπως είναι διατυπωμένο στην Αγία Γραφή.

Και πυξίδα, με τη βοήθεια της οποίας θα διέλθει το τρικυμιώδες αυτό πέλαγος της γεμάτης στεναγμούς και ταραγμένης ζωής, η συμμόρφωσή του προς τις εντολές του ουρανού. Διότι ο άνθρωπος είναι κατεξοχήν θρησκευτική ύπαρξη. Είτε ζει μέσα σε πολιτισμένη κοινωνία, είτε περιφέρεται ως σκηνίτης στο ύπαιθρο, είτε ζει απομονωμένος στις ερήμους, είτε σαν τον Ροβινσώνα, είτε άγνωστος εν μέσω αγνώστων περνά τον παρόντα καιρό« ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» ως ερημίτης και ασκητής, δεν παύει να αισθάνεται μέσα του τους παλμούς της ψυχής. Έτσι τον έπλασε ο Κτίστης, ώστε μόνο πλησίον Του να αισθάνεται ασφαλής και να βρίσκει την ολοκλήρωσή του.

Στα αβέβαια βήματα των περιπλανήσεών του, μάταια προσπαθεί να βρει , μακράν του Θεού, την εσωτερική του ανάπαυση. Διότι η ψυχή μας , όπως λέει τόσο χαρακτηριστικά ο ιερός Αυγουστίνος , δεν επαναπαύεται, παρά μόνον όταν βρει και πλησιάσει τον Θεό. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και όταν δείχνει ανυπακοή στη φωνή του Δημιουργού του, όταν απομακρύνεται απ’ Αυτόν, όταν δηλαδή αμαρτάνει, τότε ταράσσεται η ψυχή του, επαναστατεί η συνείδησή του και εξορίζεται η χαρά και η ειρήνη από την καρδιά του.

Η αμαρτία λοιπόν, είναι το αίτιο του ψυχικού πόνου. Αλλά τι είναι αμαρτία; Είναι η παράβαση των εντολών του Θεού, η περιφρόνηση της θείας βούλησής Του, που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, είτε με έργα, είτε με λόγια, είτε σε συλλογισμούς, είτε με κάθε άλλη αίσθηση. Ωραία και παραστατικά διατυπώνει αυτή την αλήθεια, ότι δηλαδή αιτία των τύψεων είναι η αμαρτία , ο Μανασσής στην περίφημη προσευχή του: «Οὐκ ἔστι μοι ἄνεσις, διότι παρώργισα τὸν θυμόν σου καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, μὴ ποιήσας τὸ θέλημά σου καὶ μὴ φυλάξας τὰ προστάγματά σου.» Δεν νιώθω, λέει, διόλου ήσυχος, Κύριε. Δεν μπορώ να βρω ανάπαυση και ηρεμία ,διότι Σε εξόργισα με τις συνεχείς μου αμαρτίες, τις πτώσεις και τις παρεκτροπές μου.

Και ο προφήτης Ιερεμίας, με το προφητικό του χάρισμα, σπεύδει να μας διαβεβαιώσει, ότι είναι πικρό για τον άνθρωπο να εγκαταλείπει τον Θεό και να τρέπεται αλλού, να απομακρύνεται: « Γνῶθι καὶ ἰδέ, ὅτι πικρόν σοι τὸ καταλιπεῖν σε ἐμέ, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου» ( 2,19 ) . Πικρή, λοιπόν και οδυνηρή η αποστασία, διότι επισσωρεύει πολλά δεινά στον άνθρωπο…



Από το βιβλίο: «ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»
Μητροπολίτου πρ. Πειραιώς ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΣΟΥ
ΑΘΗΝΑ 2012
Εκδόσεις: “ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ”

Στάρετς Σάββας ο Παρηγορητής -κεφάλαια περί προσευχής

κδ΄ Αν προσεύχεσαι για τους εχθρούς, τότε θα έρθει σε σένα ειρήνη.

κε΄ Γιατί η ειλικρινής προσευχή του ενός για τον άλλον έχει μεγάλη δύναμη για τους άλλους; Επειδή εγώ κατά την ώρα της προσευχής, προσκολλώμαι στον Θεό, γίνομαι εν πνεύμα με Αυτόν και εκείνους για τους οποίους προσεύχομαι, τους ενώνω με τον εαυτό μου δια της πίστεως και της αγάπης, διότι το Πνεύμα του Θεού, το οποίο ενεργεί σε μένα, ενεργεί ταυτόχρονα και σ’ αυτούς, καθώς Αυτό πληροί τα πάντα.

κστ΄ Αν σε κάποια φιλονικία που προηγήθηκε με κάποιον θεωρείς ότι έχεις δίκιο, τότε πρώτος ζήτησε να συμφιλιωθείς.

κζ΄ Πολλοί στις ανάγκες και στις θλίψεις τους αναζητούν βοήθεια από όλους, εκτός από τον Θεό και όταν δεν τη βρίσκουν πουθενά, στρέφονται στον Θεό , αλλά για τη λειψή τους πίστη δεν λαμβάνουν το αιτούμενο.

κη΄ Εάν θέλεις με την προσευχή να ζητήσεις κάποιο καλό από τον Θεό, τότε πριν από την προσευχή προετοιμάσου με αταλάντευτη, δυνατή πίστη και λάβε εγκαίρως το φάρμακο κατά της αμφιβολίας και της απιστίας. Είναι άσχημο, αν κατά τη διάρκεια της προσευχής η καρδιά σου έχει αδύναμη πίστη και δεν στηρίζεται σ’ αυτή. Τότε μη νομίσεις ότι θα λάβεις αυτό που ζητάς από τον Θεό με δισταγμό.
Η αμφιβολία είναι ύβρις προς τον Θεό , θρασύ ψεύδος της καρδιάς.

κθ΄ Απαραίτητοι και βασικοί όροι για την προσευχή: τελεία παράδοση στο θέλημα του Θεού, ειλικρινής επιθυμία να διορθώσεις τη ζωή σου και προ πάντων να έχεις ακακία. Στην προσευχή πρέπει να είμαστε υπομονητικοί και να πιστεύουμε σταθερά, ώστε όλα, όσα ωφέλιμα ζητούμε, να τα λάβουμε.

λ΄ Όσο μεγάλες και αν είναι οι αμαρτίες σου, προσευχήσου και μην απελπίζεσαι.
λα΄ Πρέπει να κλάψουμε για τις αμαρτίες μας. Αυτά τα μικρά δάκρυα σβήνουν τη γέεννα του πυρός.

λβ΄ Η προσευχή , ως το ύψιστο δώρο του Θεού δεν δίνεται πάντοτε γρήγορα. Πρέπει να κοπιάσεις. Ό,τι αποκτάται με κόπο, εκείνο περισσότερο εκτιμάται και φυλάσσεται.

λγ΄ Κατά την προσευχή, πριν απ’ όλα πρέπει να ευχαριστούμε τον Κύριο για όλα και ιδιαιτέρως για τις θλίψεις. Η ευχαριστία για τις θλίψεις είναι εκατό φορές πιο ευχάριστη στον Θεό από την ευχαριστία για τις ευεργεσίες. Προσευχήσου υπέρ συγχωρήσεως των αμαρτιών σου. Μπορείς να προσευχηθείς και για λύτρωση από τις θλίψεις, αλλά την πραγματοποίηση αυτού του αιτήματος πρέπει εξ ολοκλήρου να την παραδώσεις στην Πρόνοια του Θεού, σύμφωνα με το παράδειγμα του Λυτρωτή μας: «Πάτερ μου, εἰ δύνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο˙ πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ'ὡς σύ» ( Ματθ. 26, 39 ) .

λδ΄ Σε περιπτώσεις ειδικής ανάγκης , επίσης σύμφωνα με το παράδειγμα του Σωτήρος, οφείλεις να προσευχηθείς μέχρι τρεις φορές, όπως κι Εκείνος προσευχήθηκε στον κήπο της Γεσθημανή πριν από τα πάθη Του. Κι εσύ, από οτιδήποτε κι αν υποφέρεις, μην αναζητήσεις ανθρώπινες παρηγοριές, αλλά πρόστρεξε μόνο στον Παράκλητο των ψυχών μας.

λε΄ Προσευχηθείτε στη Μητέρα του Θεού, όταν η καταιγίδα της εχθρότητας και της κακίας ξεσηκώνεται στο σπίτι σας. Αυτή η Πανάγαθη και Κραταιά, πάρα πολύ εύκολα μπορεί να ειρηνεύσει τις ανθρώπινες καρδιές. Η ειρήνη και η αγάπη προέρχονται σαν από Πηγή, από τον ένα Θεό. Αλλά η Δέσποινά μας , ενωμένη με τον Θεό και ως Μητέρα του Χριστού προσεύχεται θερμά υπέρ ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, πολύ περισσότερο υπέρ πάντων των χριστιανών.
Ξεκινώντας την προσευχή στην Κυρία Θεοτόκο, πριν από την προσευχή να είσαι πεπεισμένος ότι δεν θα φύγεις απ’ Αυτή , χωρίς να λάβεις έλεος.



Από το βιβλίο: « ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ
Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Λειτουργική εμπειρία στο μέτωπο


Λειτουργική εμπειρία στο μέτωπο
(Ἀληθινό περιστατικό)
Μέρες εἶχαν νά κοιμηθοῦν. Ἄν λογιζόταν γιά ὕπνος, ὁ λιγοστός χρόνος πού ξάπλωναν καταγῆς ντυμένοι ὅπως ἦταν, γιά νά ξυπνήσουν σέ λίγη ὥρα ἀπό τό φοβερό κρύο πού τούς πάγωνε τήν καρδιά καί νιώθαν πώς πεθαίναν. Δέν ἦταν πολλοί. Καμιά δεκαπενταριά ἄνδρες σ’ αὐτό τό ὕψωμα τοῦ Ἑφταχωρίου πού ὑποστήριζε, ὑποτίθεται, τά μετόπισθεν. Γιατί τίς τέσσερις τελευταῖες μέρες εἶχε ἑνοποιηθεῖ σχεδόν μέ τήν πρώτη γραμμή. Δέν ἦταν οὔτε εὔκολα τά πράγματα, οὔτε ἐλπιδοφόρα. Οἱ Ἰταλοί ἔρχονταν σωρηδόν. Εἶχαν ἀπίστευτη ὑπεροχή. Ἡ πρώτη γραμμή μέ πενιχρότατα μέσα, ἀρκετές ἀπώλειες καί περισσή αὐτοθυσία, κράτησε τόσες μέρες τήν ἐπιδρομή δύο Ἰταλικῶν μεραρχιῶν. Τῆς «Φεράρας» καί τοῦ «Κένταυρου». Τώρα μέ νύχια καί δόντια προσπαθοῦσε νά κρατήσει τίς θέσεις της ἀπέναντι στήν πανίσχυρη καί πάνοπλη περίφημη ᾽Ιταλική Μεραρχία Ἀλπινιστῶν «Τζούλια». Ἕντεκα χιλιάδες στρατιῶτες ἀπέναντι σέ δύο χιλιάδες δικούς μας κι αὐτούς ἐξαντλημένους, πεινασμένους καί σχεδόν ἀόπλους, εἶναι μεγέθη πού δέν συγκρίνονται. Κι εἶναι ἀλήθεια πώς τίς τελευταῖες μέρες, μαζί μέ τούς ἀγαπημένους καί πολύπαθους συντρόφους τους ’χάναν καί ἔδαφος. Κάποια ὑψώματα δῶθε-κεῖθε καί ἡ ἀμυντική γραμμή κάνοντας «κοιλιές», τραβιόταν ὅλο καί πιό πίσω. Γι’ αὐτό καί ἡ θέση τους, πού ἦταν θέση στά μετόπισθεν, εἶχε φθάσει νά ἀγγίζει τήν πρώτη γραμμή.

Δέν μιλοῦσε κανείς κεῖνο τό πρωινό. Βλέφαρα πού μέ δυσκολία κρατιόνταν ἀνοιχτά λόγῳ τῆς παρατεταμένης ἀγρυπνίας, ἄφηναν τή ματιά νά πλανηθεῖ μακριά στό πουθενά, ὅσο νά μπορέσει ἡ σκέψη, κρατώντας ἕνα ἀδιατάρακτο πλάνο, νά ταξιδέψει σέ μέρη δικά της, ἀγαπημένα.

Δέν ὑπῆρχε κουράγιο τώρα, ἀνθρώπινη περιέργεια ὅπως τίς πρῶτες μέρες, νά σπάσει αὐτήν τήν περίεργη σιωπή, νά στραφεῖ στό διπλανό της, νά ρωτήσει τί σκέφτεσαι;

Τόσες μέρες τά ᾽χαν πεῖ ὅλα ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Γιά τίς δουλειές τους πού ἄφησαν στή μέση. Γιά τούς γονεῖς τους πού μέ ἐλπίδα, περηφάνεια καί φόβο τούς ξεπροβόδισαν. Γιά τά ἀγαπημένα τους πρόσωπα πού ξενυχτοῦσαν πλάι τους, μέ τό στημόνι τῆς ἀγωνίας νά ὑφαίνει σκουρόχρωμο τό ὑφαντό τῆς ψυχῆς τους. Γιά τά σχέδιά τους πού θά ξεκινοῦσαν μ’ ὄρεξη μόλις ὁ πόλεμος τελείωνε.

Στιγμές-στιγμές τ’ ἀργό ἀνοιγόκλειμα τῶν ματιῶν ἔπαιρνε τό βλέμμα ἀλλοῦ καί ἄλλαζε τήν εἰκόνα πού συνόδευε τίς νέες τους σκέψεις. Τίποτα δέν ἀκουγόταν. Οὔτε κι ὁ ἀσύρματος τοῦ Κώστα, πού ἀπό καιρό σέ καιρό ἔσπαγε τή νεκρική σιωπή γιά νά μεταδώσει ἕνα κρυπτογραφημένο μήνυμα πιό σπάνια καί πιό συχνά ἐκεῖνα τ’ ἀτέλειωτα παρατεταμένα ἤ μή «μπίπ» τοῦ κώδικα μόρς. Τώρα σιγοῦσε κι αὐτός. Ἦταν διαταγή. Ἀπό χθές τό βράδυ μέχρι νεοτέρας. Σιγή ἀσυρμάτων. Γιατί ἐπρόκειτο ἡ ἰταλική ἀεροπορία νά χτυπήσει γιά ἐκκαθάριση τή γραμμή ἀμύνης καί δέν ἔπρεπε νά στοχοποιηθοῦν οἱ θέσεις τῶν στρατιωτῶν ἀπ’ τόν ἐντοπισμό τῶν ἀσυρμάτων.

Μιά ἀπραξία λοιπόν πού ὅμως δέν σ’ ἄφηνε νά κοιμηθεῖς, νά χαλαρώσεις, νά ξεκουραστεῖς, γιατί φοβόσουν ὅτι ἀπό στιγμή σέ στιγμή κάποιο ἀεροπορικό βλῆμα μπορεῖ νά σέ περνοῦσε στήν αἰωνιότητα. Κι ὁ φόβος πάντα συμμαχοῦσε μέ τό κρύο τοῦτες τίς ὧρες, κάνοντας ἀδύνατο νά κοιμηθεῖ κανείς.

Σιωπή, ἐξάντληση, φόβος κι ἀγωνία.

–Κάτσε κάτω, μήν κουνιέσαι. Γίνεσαι στόχος. Ψιθύρισε ὁ Βαγγέλης ἀπ’ τήν Καρδίτσα στόν Ἀλέξανδρο πού σηκώθηκε ὄρθιος καί τράβηξε μπροστά.

Δέν ἔδωσε σημασία ἐκεῖνος. Σάν νά μήν ἄκουσε. Προχώρησε ἴσια ἐμπρός. Ἔφτασε τόν ἀσυρματιστή καί ἔκατσε δίπλα του.

–Κυριακή σήμερα, τοῦ ᾽πε.

Ὁ ἄλλος δέν μιλοῦσε. Οὔτε κάν τόν κοίταξε.

–Τέτοια ὥρα στήν Ἀθήνα, στόν Μητροπολιτικό Ναό τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία.
Ἀνέκφραστος ὁ ἀσυρματιστής. Ἔδειχνε σάν νά μήν ἀκούει τίποτα ἀπ’ τόν μονόλογο τοῦ Ἀλέξανδρου. Ὡστόσο τόν ἄκουγε. Τό ’ξερε ὁ Ἀλέξανδρος, γι’ αὐτό καί συνέχισε.

–Δέν πιάνεις λίγο στόν ἀσύρματο τό Ἐθνικό πρόγραμμα ν’ ἀκούσουμε ὅλοι μας τή Λειτουργία; Τώρα γύρισε ἀπότομα. Τόν κοίταξε πιό φοβισμένος ἴσια στά μάτια.
–Εἶσαι καλά; Τρελάθηκες; τόν ρώτησε καί τά μάτια του ἔβγαζαν σπίθες. Ἀπό φόβο; Ἀπό ὀργή μπροστά στό παράλογο αἴτημα;



Ἦταν πιστός ὁ Ἀλέξανδρος. Τόν ἤξερε καλά. Ἦταν θεολόγος. Χαριτωμένο παιδί. Ἀλλά ὁ πόλεμος δέν ἀφήνει περιθώρια γιά συναισθηματισμούς καί συμπάθειες.
–Λίγο. Μόνο γιά λίγο, ἐπέμενε ὁ Ἀλέξανδρος, μέ ἕνα ὕφος τόσο παρακλητικό καί συνάμα τόσο πιεστικό. Θά φωνάξω καί τούς ὑπόλοιπους. Θά γονατίσουμε ὅλοι γύρω ἀπ’ τόν ἀσύρματο… Λίγο… Νά πάρουμε τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Τή χάρη τῆς Λειτουργίας. Τό μόνο πού ’χουμε ἀνάγκη ἐδῶ πάνω…
–Εἶσαι καλά; ἐπέμενε πάλι ὁ ἄλλος, παρόλο πού ἐσωτερικά εἶχε ἤδη ἐξασθενήσει κάθε ἀντίδρασή του. Τό κατάλαβε ὁ Ἀλέξανδρος. Δέν χρειαζόταν νά ἐπιμείνει ἄλλο.

–Παιδιά, ἐλᾶτε ὅλοι ἐδῶ γύρω. Γύρω ἀπ’ τόν ἀσύρματο. Γονατίστε. Θά ἀκούσουμε γιά λίγο τή θεία Λειτουργία ἀπ’ τήν Ἀθήνα. Νά πάρουμε δύναμη. Νά μᾶς εὐλογήσει ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία.

Παράξενο, ἀλλά σηκώθηκαν ὅλοι. Σιγά-σιγά ἦρθαν καί γονάτισαν γύρω ἀπ’ τόν ἀσύρματο. Ἀμίλητοι ὅπως πρίν, ἀλλά μ’ ἐμπιστοσύνη στήν «ἀποκοτιά» τοῦ Ἀλέξανδρου.

Δέν χρειαζόταν ἄλλη παρότρυνση ὁ Κώστας.

–Μόνο γιά μιά στιγμή, εἶπε σιγανά στόν Ἀλέξανδρο καί περίμενε νά τακτοποιηθεῖ γονατιστός καί ὁ τελευταῖος στρατιώτης.

Ἔγινε σιγή μερικῶν δευτερολέπτων καί κατόπιν ὁ ἀσυρματιστής ἄνοιξε τόν ἀσύρματο. Ἀκούστηκε ἕνα μικρό σύρσιμο στίς διάφορες συχνότητες τοῦ ἀσύρματου καί μετά πάλι μιά ἐλαχιστότατη σιγή, πού τή διέκοψε ἡ εὐκρινέστατη φωνή τοῦ ἱερέα.

–… «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ἡμῶν».

Καί… ἀμέσως ὁ Κώστας ἔκλεισε τόν διακόπτη.

…………………………………………………………

Στά γέρικα μάτια τοῦ κυρ-’Αλέξανδρου, πού εἶχαν ἀσπρίσει ἀπ’ τόν καταρράκτη, διέκρινα καθαρά τή συγκίνησή του στήν ἐξιστόρηση τοῦ θαύματος κι ἀξέχαστου γι’ αὐτόν περιστατικοῦ.

–Ὅσα χρόνια κι ἄν περάσουν ποτέ δέν θά ξεχάσω αὐτή τή στιγμή… Ἔζησα ἀπό τότε ἀναρίθμητες Λειτουργίες, ὅμως αὐτό πού ἔνιωσα ἐκείνη τή στιγμή ποτέ δέν τό ξανάνιωσα.

Κι ὅποτε κάποιος ἤ ἐγώ ἀναρωτιέμαι τί εἶναι ἡ θεία χάρις, θυμᾶμαι ἐκείνη τήν ἐμπειρία καί λέω: ξέρω. Τήν ἔχω νιώσει.

Κανένας μας δέν σκοτώθηκε κατόπιν σ’ ὁλόκληρο τόν πόλεμο, ὅμως δέν εἶναι αὐτό. Πιό πολύ εἶναι, αὐτό πού νιώσαμε ἐκεῖνο τό Κυριακάτικο πρωινό σ’ ἐκεῖνο τό ὕψωμα στό Ἑφταχώρι.

 ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ

Απόσπασμα από το Περιοδικό ”Η Δράση μας”,
Τεύχος Οκτωβρίου 2012