ΜΗΝΥΜΑ

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

26 Οκτωβρίου 1912. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Αριστείδη Αποστόλου 
Οι δύο βαλκανικοί πόλεμοι στις αρχές του 20ου αιώνα έδωσαν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να διεκδικήσει και να κατακτήσει ορισμένα πάλαι ποτέ δικά της εδάφη, επεκτείνοντας σημαντικά τη μεθοριακή της γραμμή.
Μεταξύ των πιο σπουδαίων κατακτήσεων συγκαταλέγεται η Θεσσαλονίκη, η «φυσική πρωτεύουσα» της Μακεδονίας: μία πόλη με αξιοσημείωτη στρατηγική θέση, η οποία ανέκαθεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία των Ελλήνων.

Ωστόσο, η απελευθέρωση της πόλης κάθε άλλο παρά μία εύκολη υπόθεση ήταν.
Παράλληλα με την Ελλάδα, η Βουλγαρία κινούταν απειλητικά προς τη Θεσσαλονίκη, επιχειρώντας να εισέλθει πρώτη στην πόλη: γεγονός που πιθανότατα σήμαινε ότι η Θεσσαλονίκη θα περνούσε από την οθωμανική στη βουλγαρική κατοχή.
Τελικά, κάτω από την πίεση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο ελληνικός στρατός υπερέβαλλε εαυτόν, έκαμψε τις όποιες αντιστάσεις συνάντησε στο δρόμο του και μπήκε πανηγυρικά, το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

Η κατάσταση στα Βαλκάνια το 1912

Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, η ατμόσφαιρα στα Βαλκάνια ήταν ιδιαίτερα έκρυθμη. Το κίνημα των «Νεότουρκων» που κατείχε ουσιαστικά τον έλεγχο της εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιχείρησε να «καθαρίσει» τη χώρα από τα αλλότρια στοιχεία, περιορίζοντας τις ελευθερίες των χριστιανικών κοινοτήτων.
Ο τουρκικός εθνικισμός που εκπροσωπούσαν οι Νεότουρκοι, έστρεψε εναντίον του όλα τα υπόλοιπα κράτη των Βαλκανίων και τα οδήγησε στη σύναψη μυστικών στρατιωτικών συμφωνιών (σερβοβουλγαρική συνθήκη: 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1912, ελληνοβουλγαρική συνθήκη: 16/29 Μαΐου 1912).
Παράλληλα, η επιθυμία ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα – το αποκαλούμενο ως «Κρητικό ζήτημα» – αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δίνοντας την αφορμή για εμπορικούς αποκλεισμούς ομογενών σε ολόκληρη την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Επιπλέον, η προσωρινή απελευθέρωση των Δωδεκανήσων κατά τη διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου (1911-12), δημιούργησε μία νέα τριβή στις σχέσεις των δύο χωρών.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, Ελευθέριος Βενιζέλος, παρακολουθούσε με αγωνία τις διεθνείς διπλωματικές εξελίξεις, προσπαθώντας να αποφύγει την εμπόλεμη κατάσταση, επειδή πίστευε πως το ελληνικό κράτος διένυε περίοδο ανασύνταξης και ανασυγκρότησης. Τελευταία σημαντική εξέλιξη, ήταν η κήρυξη του πολέμου από πλευράς Μαυροβουνίου στην Τουρκία, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1912.
Τελικά, υπό την πίεση των εξελίξεων, η χώρα μας τάχθηκε στο πλευρό της Σερβίας και της Βουλγαρίας, λίγες ημέρες αργότερα: οι τρεις βαλκανικές χώρες στις 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου επέδωσαν τελεσίγραφο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ζητώντας της να ικανοποιήσει συγκεκριμένα αιτήματα, προς χάριν των χριστιανικών κοινοτήτων (όπως π.χ. η επικύρωση της εθνικής αυτονομίας τους). Το τελεσίγραφο απορρίφθηκε και μοιραία, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις πήραν τη θέση των διπλωματικών ελιγμών.
Οι πρώτες επιχειρήσεις

Ο στρατός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και καταπονημένος από την προηγηθείσα πολεμική εμπλοκή με την Ιταλία, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητος ως προς το μέγεθος: περίπου 350.000 Τούρκοι ετοιμάστηκαν να σταματήσουν τους «εισβολείς» στα τέσσερα μέτωπα που δημιουργήθηκαν.

Πιο συγκεκριμένα, στο μέτωπο της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας αναπτύχθηκαν οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι, ενώ τα μέτωπα της Νότιας Μακεδονίας και της Ηπείρου ανέλαβε ο ελληνικός στρατός. Αντίθετα, στην περιοχή της Θράκης αναπτύχθηκαν οι Βούλγαροι, οι οποίοι σχεδίαζαν την ταχεία προσχώρησή τους προς το εσωτερικό της Μακεδονίας, με απώτερο στόχο τη Θεσσαλονίκη.

Αρχικά, μία ελληνική μεραρχία ανέλαβε το μέτωπο της Ηπείρου, ενώ επτά ελληνικές μεραρχίες με περίπου 100.000 άντρες και αρχιστράτηγο το διάδοχο Κωνσταντίνο, ξεχύθηκαν στη Μακεδονία.
Την 5η Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε τις επιχειρήσεις του, με την κατάληψη των τουρκικών συνοριακών φυλακίων, αντιμετωπίζοντας συνολικά μικρή αντίσταση.
Η προέλαση του ελληνικού στρατού συνεχίστηκε, αναγκάζοντας τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τα υψώματα της Ελασσόνας (6 Οκτωβρίου) και να αμυνθούν στα στενά του Σαρανταπόρου. Η συγκεκριμένη περιοχή είχε σχεδιαστεί από Γερμανούς αξιωματικούς και επέτρεπε στους αμυνόμενους να ελέγχουν πλήρως την κίνηση των επιτιθεμένων.

Δύο ελληνικά συντάγματα από τρεις μεραρχίες (1η, 2η και 3η) ανέλαβαν να επιτεθούν κατά μέτωπον, εκτεθειμένα στα καταιγιστικά πυρά των Τούρκων. Παράλληλα, δύο άλλες μεραρχίες (4η και 5η) κινήθηκαν από τα πλάγια, επιχειρώντας να κυκλώσουν τον εχθρό. Μετά από διήμερη μάχη (9-10 Οκτωβρίου) και παρά τις πολλές απώλειες (182 νεκροί, περίπου 1.000 τραυματίες), ο ελληνικός στρατός κατάφερε να καταλάβει το Σαραντάπορο, τρέποντας σε φυγή τους αντιπάλους.
Η πρώτη σημαντική ελληνική νίκη είχε επιτευχθεί, και έτσι άνοιγε ο δρόμος για την κατάληψη της Μακεδονίας. Οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν και οι Έλληνες να προελαύνουν: Κοζάνη, Γρεβενά, Κατερίνη.
Τηλεγράφημα – «διαταγή» από το Βενιζέλο

Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος ετοιμάστηκε να προχωρήσει με το στρατό του βόρεια προς το Μοναστήρι, το οποίο θεωρούσε πως έπρεπε να καταλάβει για λόγους στρατηγικής. Ωστόσο, την ίδια ώρα, οι Βούλγαροι συνέχιζαν την προέλασή τους και έδειχναν πως τους ενδιέφερε η κατάκτηση της Θεσσαλονίκης.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας πως η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει την πιο σημαντική πόλη της Μακεδονίας, διέταξε τον Κωνσταντίνο να αλλάξει πορεία και να προλάβει τους Βούλγαρους: ο ελληνικός στρατός έπρεπε να μπει πρώτος στη Θεσσαλονίκη, για να είναι σε «θέση ισχύος» όταν θα γινόταν η μοιρασιά των εδαφών από πλευράς νικητών. Τελικά, το τηλεγράφημα- «διαταγή» που απέστειλε ο Βενιζέλος στον Κωνσταντίνο διέλυσε κάθε υπόνοια αντίρρησης του δευτέρου και ο ελληνικός στρατός πήρε κατεύθυνση προς τα ανατολικά.

Τελευταίο πολύ σημαντικό εμπόδιο στην πορεία των Ελλήνων προς τη Θεσσαλονίκη, ήταν τα Γιαννιτσά, πόλη ιερή για τους μουσουλμάνους. Το σημείο όπου οχυρώθηκαν οι Τούρκοι, έδινε το πλεονέκτημα στον αμυνόμενο, καθώς η επάνδρωσή του δεν απαιτούσε μεγάλες δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα, ήταν σχεδόν αδύνατη η υπερκέρασή του από τα πλάγια.
Πέντε μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού των Ελλήνων κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τις τουρκικές δυνάμεις, που αποτελούνταν από έξι πυροβολαρχίες και πέντε μεραρχίες. Μετά από σφοδρή μάχη, διάρκειας δύο ημερών (19-20 Οκτωβρίου) με μεγάλες απώλειες εκατέρωθεν, ο ελληνικός στρατός μπήκε θριαμβευτής στα Γιαννιτσά, ενώ οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν προς τη Θεσσαλονίκη.
Τελικές διαπραγματεύσεις

Ο δρόμος για την κατάληψη της πόλης ήταν τελείως ανοιχτός. Όμως, οι Τούρκοι, κατά την υποχώρησή τους, είχαν καταστρέψει πολλές γέφυρες και περάσματα, δυσχεραίνοντας την πορεία του ελληνικού στρατού.
Η καθυστέρηση των Ελλήνων και ταυτόχρονα η είδηση ότι οι Βούλγαροι πλησιάζουν στη Θεσσαλονίκη, ανησύχησαν το Βενιζέλο, ο οποίος διεμήνυσε στον Κωνσταντίνο πως τον καθιστά προσωπικά υπεύθυνο σε περίπτωση απώλειας της πόλης. Τελικά, στις 25 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός πέρασε τον Αξιό ποταμό και ετοιμάστηκε για επίθεση στη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, ο Ταχσίν πασάς πρότεινε την, υπό όρους, παράδοση της πόλης στους Έλληνες. Ο Κωνσταντίνος αντιπρότεινε τη μεταφορά των Τούρκων αξιωματικών στη Μικρά Ασία, δίνοντας διορία έως τα ξημερώματα της 26ης Οκτωβρίου. Οι Τούρκοι δέχθηκαν, ζητώντας παράλληλα να πάρουν μαζί τους και 5.000 όπλα, όρο που απέρριψε ο Κωνσταντίνος, δίνοντας δίωρη παράταση για τελική συμφωνία.
Η νέα διορία πέρασε και ο ελληνικός στρατός ετοιμάστηκε για επίθεση, όμως τελικά, ο Ταχσίν πασάς ανακοίνωσε ότι δέχονταν τους ελληνικούς όρους.
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ημέρας της γιορτής του πολιούχου και προστάτη της πόλης Άγιου Δημητρίου, η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό: μόλις είκοσι ημέρες μετά την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και λίγες ώρες προτού ο βουλγαρικός στρατός φτάσει με τη σειρά του στην – ήδη ελληνική – Θεσσαλονίκη…

Πηγή Εφημερίδα:  Καθημερινή, 26/10/2007
Θεσσαλονίκη 1012-2012. Από την Οθωμανική στην Τροϊκανική σκλαβιά
Σαν γέννημα και θρέμμα αυτής της πόλης, σαν ένας Θεσσαλονικιός που μεγάλωσε στις γειτονιές της Κασσάνδρου, του μαρμαρένιου Διοικητηρίου, της Ολύμπου, της παλιάς Πρίγκηπος Νικόλαου, του Φαλήρου και της Βασιλέως Γεωργίου, αισθάνομαι το λιγότερο ντροπή να βλέπω πως η αποκορύφωση των εκατοντάχρονων της απελευθέρωσης έγιναν με συνοδεία 2000 αστυνομικών και με την πλήρη απουσία του λαού αυτής της πόλης. Λες και οι γιορτές έγιναν αποκλειστικά για όλο αυτό το κατεστημένο που μας οδήγησε στην τροϊκανική  συμφορά.

Εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, με ένα πρωθυπουργό που αποδείχτηκε ο μεγαλύτερος χαμαιλέοντας της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, (ζήλεψε ακόμα και τον ΓΑΠ), με ένα πολιτικό σύστημα που καθημερινά επιβεβαιώνει ξεδιάντροπα τον ρόλο του σαν μια συμμορία ανικάνων και εθνόπροδοτών, με ένα από τους χειροτέρους δημάρχους της ιστορίας της πόλης,
που ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ομοφυλόφιλους για τους τουρκολάγνους παρά για τα σκουπίδια που έχουν γίνει μόνιμο γραφικό είδος της Θεσσαλονίκης, με ένα μετρό που λιμνάζει εδώ και χρόνια καταστρέφοντας κάθε προσπάθεια οικονομικής ανόρθωσης της πόλης, με ένα κόσμο που απεγνωσμένα προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στην αλλεπάλληλη θύελλα των «σωτήριων» μέτρων που τον βουλιάζουν ακόμα περισσότερο, μόνο απελευθέρωση δεν θυμίζει.
Τέτοια Θεσσαλονίκη δεν την είχαμε ονειρευτεί, δεν την είχαμε καν φανταστεί. Η μεγάλη γιορτή  της απελευθέρωσης χωρίς κόσμο παρά μόνο με τις φανφάρες, τα ακριβά κουστούμια και τα ΜΑΤ να φυλάγουν τους επισήμους. Αναρωτιέμαι αν αυτοί οι άνθρωποι που σαν επίσημοι κατέκλυσαν τον άγιο Δημήτριο, στις 26/10, είχαν κάποια επίγνωση του ρεζιλέματος που για πρώτη φορά ήταν τόσο έντονος στις εορταστικές εκδηλώσεις αυτής της χιλιό βασανισμένης πόλης ;

Μεγαλώνοντας μέσα από πολλά Θεσαλονικιώτικα στέκια και γνωρίζοντας χιλιάδες συμπολίτες μου, ειλικρινά θέλω να τους εκφράσω την μεγάλη μου ντροπή για όλο αυτό το ρεσιτάλ υποκρισίας. Η πόλη αυτή δεν γιόρτασε τα εκατοντάχρονα της απελευθέρωσης της, αλλά   την υποκρισία αυτών που την έφεραν σε αυτό το χάλι.

«Η Σαλονίκη πού 'σβηνε με του καιρού το διάβα. Καντήλι που τρεμόφωτο για λάδι λαχταρά από βραδύς κοιμήθηκε δυστυχισμένη σκλάβα και την αυγουλά ξύπνησε αρχόντισσα κυρά».


Ἡ Θεσσαλονίκη καί ὁ Ἑλληνισμός εὐχαριστοῦν τόν Ἅγιο Δημήτριο
 
Κωνσταντῖνος Χολέβας –Πολιτικός Ἐπιστήμων
Ἡ ἐπέτειος τῶν 100 χρόνων ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης καθιστᾶ ἐπιτακτική τήν ἀπόδοση τῆς ὀφειλομένης τιμῆς στή μνήμη τοῦ πολιούχου Ἁγίου Δημητρίου.
Ἡ πόλη εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τον Ἅγιο. Ἐκεῖ διοίκησε ὡς Ρωμαῖος Ἀνθύπατος, ἐκεῖ μαρτύρησε τό 305 μ.Χ., ἐκεῖ βρισκόταν καί βρίσκεται μετά ἀπό περιπέτειες καί καταστροφές ὁ περικαλλής Ναός του, ἐκεῖ σήμερα προσκυνοῦμε τά λείψανά του.
Εἶναι συμβολικό τό γεγονός ὅτι τήν ἡμέρα μνήμης τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, στίς 26 Ὀκτωβρίου 1912, ὑπεγράφη ἡ συνθηκολόγηση ἀπό τόν Τοῦρκο στρατηγό Ταχσίν πασᾶ. Πάλι 26 Ὀτωβρίου ἦταν ὅταν τό 1944 ἔφυγε καί ὁ τελευταῖος Γερμανός στρατιώτης ἀπό τήν πόλη. Καί στίς 20 Ἰυυνίου 1978, τήν ἥμέρα τοῦ φονικοῦ σεισμοῦ στή Θεσσαλονίκη, μία Ἑλληνίδα  Ἀρχαιολόγος ἐντόπισε σέ  ἰταλική Ἐκκλησία τά λείψανα τοῦ Ἁγίου πού εἶχαν μεταφέρει στή Δύση οἱ Σταυροφόροι.
Κατά τή διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς περιόδου τό κράτος τῆς Ρωμανίας, ὅπως ἦταν τό πραγματικό ὄνομα τῆς Αὐτοκρατορίας, ὑπέστη πολλές ἐπιδρομές πανταχόθεν καί ἡ Θεσσαλονίκη ἀμυνόταν ἐπί αἰῶνες. Σλάβοι, Βούλγαροι, Σαρακηνοί, Νορμανδοί καί πολλοί ἄλλοι προσπάθησαν νά τήν καταλάβουν γιατί ἦταν ἠ συμπρωτεύουσα, ἡ Συμβασιλεύουσα, ἡ πρώτη μετά τήν πρώτην, τήν Κωνσταντινούπολη.
Δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού οἱ ἀμυνόμενοι εἶδαν πάνω στά τείχη τῆς πόλης τόν νεαρό μάρτυρα ἔφιππο πάνω σέ κόκκινο ἄλογο νά ἐκδιώκει τούς εἰσβολεῖς. Τά Θαύματα τοῦ Ἁγίου, πολιουχικά (ὑπέρ τῆς πατρίδος) καί ἰαματικά (θεραπεῖες ἀσθενῶν) καταγράφονται σέ δύο βιβλία, τά ὁποῖα ἔχουν κυκλοφορηθεῖ μεταφρασμένα στήν ἐποχή μας.
Γιά τή δράση του ὑπέρ τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας ἐπί Βυζαντίου/Ρωμανίας ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας τίμησε τόν Μυροβλήτη Ἅγιο με πολυάριθμους ὕμνους. Τόν ὀνόμασαν Φιλόπολιν, Σωσίπολιν, Σωσίπατριν καί  «Θεσσαλονίκης Μέγαν Φρουρόν» Στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου πού συνετέθη ὑπό  τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ψάλλουμε ὡς ἑξῆς:
Ὁ μέγας φρουρός Θεσσαλονίκης, ὡς μέγας Κυρίου ποταμός, τέρπεις λαμπρῶς τήν πόλιν σου, τοῦ μύρου τοῖς ὁρμήμασιν, ὡς Θεῖα δέ σκηνώματα, καθαγιάζεις τά σύμπαντα. (1)
Τό Μῦρο τοῦ Ἁγίου ἐξήρχετο ἐπί αἰῶνες ἀπό τόν Τάφο του καί εἶχε ἰαματική δράση. Τό Βυζαντινό Χρονικό «Τιμαρίων» περιγράφει τήν μεγάλη Πανήγυρη τῶν Δημητρίων , ἡ ὁποία ἐτελεῖτο κάθε Ὀκτώβριο στήν Θεσσαλονίκη.
Ἐκεῖ συνέρρεαν γιά νά προσκυνήσουν τόν Ἅγιο καί γιά νά ἀνταλλάξουν ἐμπορεύματα χιλιάδες προσκυνητές ἀπό ὅλη τή γνωστή Οἰκουμένη. «Ἕλληνες, Σκῦθες, Ἴβηρες, Λυσιτανοί (σ.σ. Πορτογάλοι) καί ἐντεῦθεν τῶν Ἄλπεων Κέλται»!  Ὅλοι αὐτοί ἔπαιρναν μάζί τους ἕνα Κουτρούβιο, δηλαδή φιαλίδιο μέ μῦρο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Μεγάλες μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὕμνησαν τόν Ἅγιο Δημήτριο  γιά τό μαρτύριό του ὑπέρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν μαχητική παρουσία του στά τείχη τῆς πόλεως κατά τῶν βαρβάρων. Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, πού μόνασε στήν περίφημη Ἐγκλείστρα κοντά στήν Πάφο τῆς Κύπρου, ἔγραψε τόν 13ο  αἰῶνα ἐξαιρετικό ἑγκώμιο πρός τόν Ἅγιο Δημήτριο. Μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει:
«Χαῖρε μάρτυρα Δημήτριε μαζί μέ τόν Γεώργιο καί τόν Θεόδωρο, τούς συναθλητές καί συμμετόχους σου, τό τρισευτυχισμένο ὅπλο τῶν εὐσεβῶν βασιλιάδων μας, τό ξίφος τους μέ τίς τρεῖς αἰχμές ἐναντίον τῶν ἀθέων βαρβάρων, τό τριπλό τεῖχος τῆς βασιλικῆς αὐλῆς, τό τρίσπαθο κάρφωμα στήν καρδιά τῶν σκληρῶν ἐχθρῶν,… «(2).
Τόν 14ο αἰῶνα ἐλάμπρυνε τή Θεσσαλονίκη μέ τήν ἀσκητική ἀλλά καί ἀγωνιστική παρουσία του ὁ Ἡσυχαστής Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς. Ὁ λόγιος Ἱεράρχης ἔγραψε καί αὐτός Ἑγκωμιαστικόν Λόγον πρός τόν Ἅγιο Δημήτριο, ὅπου μεταξύ ἄλλων διαβάζουμε καί τά ἑξῆς σχετικά μέ τήν προσφορά τοῦ Μυροβλήτου στήν πόλη καί γιά τήν κατάργηση τῆς εἰδωλολατρίας:
«Καί ὁ μάρυρας αὐτός , ὁ μεγαλομάρτυρας Δημήτριος… ἔτρεξε τόν δρόμο μέχρι τό τέρμα, διαφύλαξε τήν πίστη και γιά τή διατήρηση τῆς εὐσέβειας ἀντιστάθηκε μέχρι θανάτου . Καί ἀπεῖχε πάρα πολύ ἀπό τό νά ἐκδικηθεῖ αὐτούς πού τόν ἀπειλοῦσαν, γιατί προσευχήθηκε ἀκόμη καί γι’ αὐτούς στόν Θεό καί ἄλλων σταμάτησε τήν κακία, ἄλλους μεταμόρφωσε, μέ ἀποτέλεσμα τό νά μήν ὑπάρχει σ’αὐτήν τήν πόλη οὔτε ἀπομεινάρι ἐκείνης τῆς ἀσέβειας, ἀλλά ἡ πόλη, ὅπου καί ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ὑπέστη βίαιο θάνατο νά εἶναι ἑνωμένη καί νά παραμένει σταθερή μέ τίς ποικίλες φροντίδες του καί μέ τίς κάθε εἴδους εὐεργεσίες καί συνεχεῖς παρακλήσεις του στόν Θεό» .(3)
Δέν τιμᾶ τόν Ἅγιο Δημήτριο μόνον ἡ Θεσσαλονίκη. Σύμπας ὁ Ἑλληνισμός καί εὐρύτερα ἡ Ὀρθόδοξη Οἰκουμένη τόν ἀναγνωρίζει ὡς σωτῆρα σέ δύσκολες στιγμές. Γιά τήν πνευματική του παρουσία κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 διαβάζουμε τά ἑξῆς σέ βιβλίο πού ἐγράφη ἀπό τό Ἁγιορείτικο Κελλί Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη:
«Ἦλθε ὅμως ἡ μεγάλη ὥρα τῆς ἐθνεγερσίας τοῦ 1821. Ἀπό τήν πρώτη ἐξέγερση στήν Μολδαβία τό λάβαρο πού ἀνύψωσαν στό Βουκουρέστι ἔφερε τήν μορφή τοῦ Ἀγίου Δημητρίου. Αὐτόν ἀτένιζαν στό «μπαϊράκι» τους τά παλληκάρια στόν δύσκολο ἀγῶνα τους. Ἀλλά καί στήν κυρίως Ἑλλάδα, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱστορικός Σπυρίδων Τρικούπης, ἡ φράση «βοήθειά σου, ὁ Ἅγιος Δημήτριος μετά σοῦ» ἐνθάρρυνε τούς μαχητάς. Καί ὁ μεγάλος ἥρωας τῆς Ἐθνεγερσίας Γεώργιος Καραϊσκάκης ἔλεγε ὅτι «περισσότερη βοήθεια γνώρισα εἰς τούς πολέμους ἀπό τόν Ἅγιο Δημήτριο παρά ἀπό τόν Ἅγιο Γεώργιο» μολονότι εἶχε τό ὄνομά του…». (4)
Τήν εὐγνωμοσύνη τοῦ συγχρόνου Ἑλληνισμοῦ πρός τόν Ἅγιο ἀνέλαβε νά ἐκφράσει τό 1927 ἕνας ἄλλος Παλαμᾶς. Ὄχι ὁ Γρηγόριος, ἀλλά ὁ Κωστῆς, ὁ μεγάλος ποιητής μας. Ἐπισκέφθηκε τήν Θεσσαλονίκη, προσκύνησε στόν τάφο τοῦ Πολιούχου και ἐκφώνησε ἕναν μνημειώδη λόγο καταγράφοντας τίς ἐντυπώσεις του.
Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα:
«Καί μέ τήν ἀφορμή πού μοῦ δίνει ἡ παρουσία μου ἀνάμεσά σας, ὅσο κι ἄν πέρασε ἡ ἡμέρα πο΄ύ πανηγυρίζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου, ἁρμονισμένη μέ τό μέγιστο ἐθνικό γεγονός πού εἶναι ἡ ἀνάκτηση τῆς Θεσσαλονίκης, δέ μοῦ φαίνεται παράκαιρο ἤ παράφωνο νά σημειώσω τούς λόγους τοῦ Κωνσταντίνου Σάθα: «Ὁ Ἅγιος Δημήτριος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν τῶν Ἑλλήνων ἥρως. Ἐνῷ ἐν τοῖς ἄλλοις ἁγίοις πᾶσα ἰδέα πατρίδος ἐνεπνίγη ἐν τῇ μυστικῇ Σιών , ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἐκπροσωπεῖ τόν ἀληθῆ τοῦ Ἑλληνισμοῦ φοίνικα, ἀπό τοῦ τάφου ἀπαντῶν καί εἰς τούς πανηγυρίζοντας ἐπί Τουρκοκρατίας Ἕλληνας ὅτι αὐτός θά τούς ἐλευθερώση».
Πρός τόν μεγαλομάρτυρα πού καθώς τόν ὑμνολογοῦν τά τροπάριά του, σά φοίνικας ἀνθίζει, φοίνικα σφίγγει στό πλευρό του, φοίνικα στή γλῶσσα του καί φοίνικα στά πόδια του, ἀφιέρωσα κι ἐγώ στά πατριωτικά μεθύσια περασμένων ἡμερῶν, τόν στίχο μου, λιτό φοινικόκλαδο σ’ ἐκεῖνον, τό σύντομο τραγοῦδι πού ἀρχίζει μέ τά λόγια αὐτά:
ἘΣύ, πού θρόνος σου ἡ Θεσσαλονίκη
Μακεδονίτη Ἀκρίτα καβαλλάρη
Φώτισέ μας τόν δρόμο πρός τή Νίκη
Τόν μῆνα πού γιορτάζω σε εἶν’ ἡ χάρη.
Μά τό βαρβαροφάγο σου κοντάρι
Χίλιασέ του κι ἁρμάτωσε τή χώρα».  (5)
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἐκφράζει τήν συνύπαρξη πατριωτισμοῦ καί Οἰκουμενικότητας, ὁπως αὐτή ἀποκρυσταλλώνεται μέσα στήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας. Αὐτή ἡ παράδοση διαφύλαξε τόν πραγματικό χαρακτῆρα τῆς Θεσσαλονίκης μας πού δέν εἶναι πολυπολιτισμικός, ὅπως ψευδῶς τόν παρουσιάζουν, ἀλλά δημιουργικά Ἑλληνικός καί πνευματικά Χριστιανικός. Ἅγιε Δημήτριε σῶζε τήν πόλιν σου!
Παραπομπές
1.    Ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλήτης, ἔκδοση Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου  Δήμου Ἁγίου Δημητρίου Ἀττικῆς, σελ. 53.
2. 
   Ἅγιος Δημήτριος- Ἐγκωμιαστικοί Λόγοι Ἐπιφανῶν Βυζαντινῶν Λογίων, ἔκδοση ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 143 (μετάφραση Πέτρου Βλαχάκου).
3. 
   Ὅπως ἀνωτέρω, σελ. 349-351.
4.
    Ἅγιος Δημήτριος Μυροβλήτης, ἔκδοση Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου Δήμου, Ἁγίου Δημητρίου Ἀττικῆς, σελ. 114.
5.
    Θεσσαλονίκης Ὑμνολόγιο, Ἐπιμ. Ἰωάννου Κ. Χολέβα, Ἔκδοση Συνδέσμου Θεσσαλονικέων Ἀθηνῶν, 2007, σελ. 72.
Κ.Χ. ΟΚΤ. 2012

Ἡ Ἁγία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (1/ 28 Ὀκτωβρίου).

Ἡ Παναγία Μας σκέπασε τό ἔθνος μας στόν πόλεμο τοῦ 1940. Πάρα πολλοί στρατιῶτες μας Τήν εἶδαν ὁλοζώντανη νά τούς συμπαραστέκεται. 
Εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης καί τιμῆς  πρός τήν ‘Υπέρμαχο Στρατηγό τοῦ ἔθνους μας, μετά ἀπό ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος  (1952), μετατέθηκε ἡ ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης ἀπό τήν 1η Ὀκτωβρίου (κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται πανορθοδόξως) στίς 28 Ὀκτωβρίου (ἡμέρα τῆς ἐθνικῆς ἐπετείου).  Τό θαῦμα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς ‘Υπεραγίας Θεοτόκου πού ἑορτάζουμε κάθε 28 Ὀκτωβρίου ἔγινε ὡς ἑξῆς: 
Βρισκόμαστε στά μέσα τοῦ 9ου αἰ. στήν Κωνσταντινούπολη. Στό παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σοροῦ πού βρίσκεται στόν ναό τῶν Βλαχερνῶν, γινόταν ὁλονυκτία. Στό παρεκκλήσιο αὐτό φυλάσσονταν ἡ ἐσθήτα, ὁ πέπλος καί μέρος τῆς ἁγίας ζώνης τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ πῆγε καί ὁ μακάριος Ἀνδρέας, ὁ «διά Χριστόν σαλός» κάνοντας τίς συνηθισμένες τρέλες του. 
Ἡ «διά Χριστόν σαλότης» εἶναι μιά ἰδιαίτερη μορφή χριστιανικῆς ζωῆς, ἕνα εἰδικό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ διά Χριστόν σαλοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γιά νά κατακτήσουν  τήν κορυφή τῆς ἁγιότητος αὐτοταπεινώνονται σέ ὕψιστο βαθμό κάνοντας τόν σαλό δηλ. τόν τρελλό. Δέν θέλουν νά ἔχουν καμμία ὑπόληψι, καμμία τιμή, κανένα ἔπαινο μέσα στόν κόσμο αὐτόν. Θέλουν καί ποθοῦν μάλιστα τήν ἀνυποληψία, τήν περιφρόνηση, τήν κατηγορία, τήν συκοφαντία, πράγματα πού τόσο ἀντιπαθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, οἱ τάχα λογικοί καί ἀξιοπρεπεῖς. Ἀρνοῦνται τίς τιμές, τίς ἐπίσημες θέσεις, τίς καλές συστάσεις γιά τόν ἑαυτό τους, τίς δόξες καί τούς ἐπαίνους ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἐπιθυμοῦν διακαῶς καί ζητοῦν ἐπιμόνως τήν καταφρόνηση τοῦ κόσμου, τήν κάθοδο στόν ἅδη τῆς ταπεινώσεως βιώνοντας τό ψαλμικό : «ἐγώ εἰμί σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καί ἐξουδένημα λαοῦ»Ψαλμ. κα’ 7). Ξεχωρίζουν ὄχι τόσο για τίς ὑπεράνθρωπες νηστεῖες καί τούς ἀπεριόριστους κόπους, γιά τίς πολύωρες ἀγρυπνίες καί τά ἀείρροα δάκρυα, γιά τήν ὑπερβολική σκληραγωγία καί ἄσκηση. Ξεχωρίζουν, γιατί σημάδεψαν πάνω στόν κεντρικώτερο στόχο τῆς πνευματικῆς ζωῆς: στήν ταπείνωση. Γνωρίζουν ὅτι γιά νά ἐπιτύχουν τήν τέλεια ταπείνωση πού εἶναι θεία δωρεά, πρέπει νά ἐξουδενώσουν ὁλοκληρωτικά τό «ἐγώ». Γιαυτό μέ προσποιητές τρέλλες καί ἀλλοπρόσαλλες ἐνέργειες ἐξουδενώνονται στά μάτια ὅλου τοῦ κόσμου. Κρύβονται ἐσκεμμένα, κρύβουν τήν ἀρετή καί ἁγιότητά τους κάτω ἀπό τόν ἐπίπλαστο μανδύα τῆς σαλότητας καί τῆς τρέλλας των. Οἱ ἅγιοι διά Χριστόν σαλοί παίζουν ἕνα ἱερό παιχνίδι. Ἐμπαίζουν τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου τούτου, τοῦ μάταιου καί φιλόδοξου. Ἐμπαίζουν τά κοσμικά σχήματα, τήν δῆθεν ἀξιοπρέπεια καί κοσμική εὐγένεια, τήν διπλωματία καί τήν ὑποκρισία, τήν πολιτική καί τήν ἐπιτήδευση, τήν ἐπίδειξη καί τόν φαρισαϊσμό. Ἐμπαίζουν αὐτό τό γελοῖο κοσμικό δόγμα ὡρισμένων, πού ἐκφράζεται μέ τό «τί θά πῆ ὁ κόσμος», μέ τό «πῶς θά φανῶ στόν κόσμο». Τελικά ἐμπαίζουν τούς ἴδιους τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι στό πρόσωπο τῶν ἁγίων σαλῶν βρῆκαν τούς ἰσχυρότερους ἀντιπάλους. Πρέπει ὅμως νά τονιστεῖ ὅτι γιά νά ζήσει κάποιος τή ζωή τοῦ σαλοῦ, πρέπει νά ἔχει κληθεῖ ἀπό τό Θεό στή ζωή αὐτή, διαφορετικά δέν ἐμπαίζει τόν κόσμο, ἀλλά ἐμπαίζεται ἀπ’ αὐτόν. Πρέπει νά ἔχει μέσα του ζωντανή τή φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, τούς ὁποίους τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τούς ἐνέπαιζαν, χλεύαζαν καί κορόϊδευαν σάν μεθυσμένους. Πρέπει νά ἔχει ἀπόκτήσει τό θεῖο ἔρωτα πρός τόν νυμφίο τῆς ψυχῆς του Χριστό σέ ὕψιστο βαθμό καί βέβαια νά ἔχει τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός γιά τό συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς. 
Αὐτά τά εἶχε ὅλα ὁ ἅγιος πού προαναφέραμε, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός. Τόν εἴχαμε ἀφήσει στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σωροῦ στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Ἦταν ἡ ὥρα περίπου τετάρτη νυκτερινή (μέ τό βυζαντινό ὡρολόγιο), ὁπότε βλέπει ὁ μακάριος Ἀνδρέας τή Θεοτόκο Μαρία νά προχωρῆ ἀπό τίς βασιλικές πύλες (οἱ κεντρικές πύλες τοῦ κυρίως ναοῦ) πρός τό θυσιαστήριο. Φαινόταν πολύ ὑψηλή καί εἶχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων ἁγίων. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, πού παράστεκαν δεξιά καί ἀριστερά τή Θεοτόκο. Ἀπό τούς λευκοφόρους, ἄλλοι προπορεύονταν καί ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας ὕμνους καί ἅσματα πνευματικά. Ὅταν πλησίασε στόν ἅμβωνα, εἶπε ὁ ὅσιος στόν  Ἐπιφάνιο:
-Βλέπεις, παιδί μου,τήν Κυρία καί Δέσποινα τοῦ κόσμοῦ;
-Ναί ,τίμιε πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
Ἡ Θεοτόκος ἐν τῷ μεταξύ εἶχε γονατίσει καί προσευχόταν γιά πολλή ὥρα. Παρακαλοῦσε τόν Υἱό Της γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἔρραινε μέ δάκρυα τό ἅγιο πρόσωπό Της. Μετά τή δέηση μπῆκε στό θυσιαστήριο, ἔβγαλε ἀπό τήν ἄχραντη κεφαλή τό ἀστραφτερό Της μαφόριο (Μαφόριο ἤ ἐσθήτα εἶναι τό ἔνδυμα τῆς Θεοτόκου πού μοιάζει μέ ἐσάρπα, ἀλλά καλύπτει καί τήν κεφαλή, καί εἰκονίζεται στήν ἁγιογραφία πάντοτε μέ βαθύ κόκκινο χρῶμα), μέ μιά κίνηση χαριτωμένη καί σεμνή, καί καθώς ἦταν μεγάλο καί ἐπιβλητικό, τό ἅπλωσε σάν Σκέπη μέ τά πανάγια χέρια της ἐπάνω στό ἐκκλησίασμα. Ἔτσι ἁπλωμένο τό ἔβλεπαν κι οἱ δυό τους γιά πολλή ὥρα νά ἐκπέμπει δόξα θεϊκή σάν ἤλεκτρο. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Κυρία Θεοτόκος, φαινόταν καί ἡ ἱερή ἐσθήτα νά σκορπίζει τή χάρι της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό, ἄρχισε καί ἡ θεία Σκέπη νά συστέλλεται λίγο-λίγο καί νά χάνεται. Τό ἱερό αὐτό μαφόριο πού φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τή χάρι πού παρέχει ἡ Θεοτόκος στούς πιστούς.
Αὐτή τήν ὁπτασία τήν εἶδε καί ὁ Ἐπιφάνιος μέ τή δύναμη καί μεσιτεία τοῦ ὁσίου.
Μέ ἀφορμή αὐτό τό ὅραμα καθιερώθηκε ἠ ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου . Γιορτάζεται κανονικά τήν α’ Ὀκτωβρίου . Ἀλλά τό 1952 μετατέθηκε ὁ ἑορτασμός της στίς 28 Ὀκτωβρίου διότι ἡ νίκη τοῦ στρατοῦ μας στά 1940 ἀποδόθηκε στήν Θεοτόκο. Ἡ φήμη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα πέρασε καί στή Ρωσία. Ἄλλωστε ὁ ἅγιος ἦταν Σκύθης στήν καταγωγή. Ἐκεῖ γίνεται ὁ εἰσηγητής τῆς ζωῆς τῆς σαλότητας καί «πνευματικός δάσκαλος» τῶν ρώσων «Γιουροντίβι». Ἐπίσης καθιερώνεται καί στή Ρωσία ἡ γιορτή τῆς ἁγ. Σκέπης (Πόκροβ), ἡ ὁποία πῆρε ὄχι μόνο θρησκευτικές ἀλλά καί ἐθνικές διαστάσεις. Τό «Γιουροντστβο» γίνεται ἔνα «κίνημα» πολύ σεβαστό. Κάθε ρωσική πόλη τιμᾶ κι ἕνα «δικό της» σαλό ἅγιο.
Τό ὅραμα τοῦ ἁγίου Άνδρέα εἶναι μιά ἀποκάλυψη. Φανέρωσε τήν χάρη τῆς Θεοτόκου, τίς δακρύρροες προσευχές της, τήν ἀπέραντη ἀγάπη της γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί τήν παρρησία της στό Θεό. Εἶναι πράγματι ἡ ἀκαταμάχητη προστασία μας καί ἠ ἀκαταίσχυντη μεσίτρια μας πρός τόν Θεό Πατέρα. Εἶναι ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως. Συνέβαλλε ἀποφασιστικά στήν ἀνάπλαση τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης· εἶναι Αὐτή πού δάνεισε τήν σάρκα Της στόν Χριστό καί συνήργησε στήν θέωση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: 1912-2012 «Τὸ θαῦμα ἔφτασε ἀμέσως στὸ ἀποκορύφωμά του: τὴν 26η Ὀκτωβρίου».

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: 1912-2012

Τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»,
ἀρ. τ. 2052 , 01.10.2012

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

.           Εἶχαν περάσει 90 χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἡ πανέμορφη κόρη πετάχθηκε ἀντρειωμένη ἀπὸ τὸν τάφο τῶν 400 χρόνων καὶ μετρώντας μὲ βιάση μὲ τὸ ἀστραπηβόλο βλέμμα της τὴν γῆ τῶν προγόνων, χάραξε μὲ τὴν τρομερὴ κόψη τοῦ σπαθιοῦ της τὰ προσωρινὰ σύνορα τοῦ τιτανομάχου λαοῦ.
.           90 χρόνια ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἡ μεγάλη ἔκρηξη τοῦ 21, ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ὅλα «τά ᾽σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά», δημιούργησε μικρὸ ἀνεξάρτητο κράτος. Μικρό! Τὸ μέγιστο τμῆμα τοῦ ἑλληνισμοῦ στέναζε ἀκόμα κάτω ἀπὸ ἀφόρητη τυραννία. Κι αὐτὸ τὸ μαρτύριο τῶν σκλάβων ἀδελφῶν ἔκαιγε τὰ σπλάγχνα τῶν ἀπελευθερωμένων.
.           Στὸ διάστημα ποὺ μεσολάβησε, ὁ πόθος γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν ὑποδούλων πῆρε τὴν μορφὴ ὑψηλοῦ ὁράματος ποὺ ὀνομάστηκε «Μεγάλη Ἰδέα» καὶ συνήρπασε τὶς καρδιὲς μικρῶν καὶ μεγάλων. Ἀλλὰ ἡ «Μεγάλη Ἰδέα» κατέληξε στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα μεγάλος τάφος! Ὁ ἀποτυχημένος πόλεμος τοῦ 1897 ἔφερε τοὺς Τούρκους κοντὰ στὴν Λαμία καὶ μετέτρεψε τὸ δράμα σὲ ἐφιάλτη.
.             Τὸ Ἔθνος λύγισε, τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ κατέπεσε, ἡ ἀπελπισία ἔπνιξε τὶς καρδιές. Τότε πετάχθηκε ἕνας ἄνθρωπος μόνος καὶ σήκωσε ψηλὰ τὸν ἥλιo. Ἕνας! Ὁ Παῦλος Μελᾶς! Μὲ τὴν θυσία του πότισε μὲ τὸ κρασὶ τῶν ἀθανάτων ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη τὸν λαό. Καὶ οἱ ἀναστημένοι τοῦ Λεωνίδα, τῆς Σαλαμίνας, τοῦ Μαραθώνα καὶ τῆς Γραβιᾶς σταυραετοὶ τῆς λευτεριᾶς ἄνοιξαν τὰ πλατιὰ φτερά τους καὶ πέταξαν στὴν ἑλληνικότατη, σκλαβωμένη καὶ ἀπειλούμενη μὲ ἀφανισμὸ γῆ τῶν Μακεδόνων.
.           Ἡ  ποθητὴ ὥρα σήμανε τὸ ἔτος 1912. Στὶς 5 Ὀκτωβρίου ξεκίνησε ἡ θυελλώδης ἐξόρμηση. Ὁ πρωθυπουργὸς Ἐλευθέριος Βενιζέλος μὲ ἀλλεπάλληλα τηλεγραφήματα παρότρυνε τὸν Ἀρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντῖνο νὰ κατευθυνθεῖ τάχιστα πρὸς τὴν Θεσσαλονίκη πρὶν φθάσει σ᾽ αὐτὴν ὁ βουλγαρικὸς στρατός. Οἱ δυσκολίες ἀμέτρητες. Τὸ τελευταῖο μεγάλο ἐμπόδιο ὁ πλημμυρισμένος Ἀξιός. Οἱ κάτοικοι τῶν χωρίων συγκέντρωσαν κάθε εἴδους ξύλο, ἀκόμα καὶ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν τους, καὶ μέσα σὲ μιὰ νύχτα γεφύρωσαν τὸ ποτάμι. Τὸ θαῦμα ἔφτασε ἀμέσως στὸ ἀποκορύφωμά του: τὴν 26η Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ προστάτου τῆς πόλεως μεγαλομάρτυρος ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, ὁ Ταξὶμ πασὰς παρέδιδε τὴν Θεσσαλονίκη στὸν Κωνσταντῖνο.
.          Πέρασαν ἀπὸ τότε 100 ἀκριβῶς χρόνια! Ἡ ἔνδοξη πόλη ἀναδείχθηκε κέντρο τοῦ βορειοελλαδικοῦ ἑλληνισμοῦ. Πίσω της ἔχει καὶ τρέφεται ἀπὸ ἱστορία 2.300 ἐτῶν.
.          Τὸ ὄνομά της τῆς τὸ χάρισε ἡ ἀδελφὴ του Μεγάλου Ἀλεξάνδρου Θεσσαλονίκη, πρὸς τιμὴν τῆς ὁποίας ἵδρυσε τὴν πόλη τὸ 315 περίπου π.χ. ὁ σύζυγός της Κάσσανδρος, ἐκ τῶν στρατηγῶν καὶ διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
.          Τὴν πανέμορφη πόλη τὴν ἁγίασε μὲ τὸ μαρτύριό του ὁ ἔνδοξος μυροβλύτης Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, καὶ ἡ Θεσσαλονίκη τὸν γνωρίζει πάνω ἀπὸ 17 αἰῶνες τώρα ὡς τὸν ἀκοίμητο προστάτη της καὶ τὸ σταθερὸ στήριγμα τῶν κατοίκων της. Ὁ μεγαλοπρεπὴς Ναός του ἀποτελεῖ παγκόσμιο προσκύνημα, καὶ ἡ παρουσία του, τὰ ἀμέτρητα θαύματά του, τὸ ἀκένωτο μύρο ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὸ ἱερό του λείψανο εὐωδιάζουν τὴν πόλη σὲ ὅλες της τὶς ἐκδηλώσεις. Ἡ ἀπελευθέρωσή της τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἔδειξε φανερὰ τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη του πρὸς τὴν πόλη τοῦ μαρτυρίου του.
.           Τὴν μεγάλη της δόξα ἡ Θεσσαλονίκη τὴν γνώρισε κατὰ τὴν ἔνδοξη περίοδο τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἀναδείχθηκε τότε κέντρο γραμμάτων, θεολογικῶν συζητήσεων, φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων, καλλιτεχνικῆς δημιουργίας καὶ παραγωγῆς πολιτισμοῦ.
.               Ἀπὸ δῶ ξεκίνησαν οἱ δύο μεγάλοι ἱεραπόστολοι ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, ποὺ ὁδήγησαν στὴν πίστη τοὺς σλαβικοὺς λαούς, καὶ στὴν Θεσσαλονίκη κατ᾽ ἐξοχὴν θεολόγησε ὁ τιτάνας τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμας.
.           100 χρόνια μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἡ Θεσσαλονίκη καλπάζει πρὸς τὸ μέλλον πάνω στὸν Βουκεφάλα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
.           Στὶς ἐπιθέσεις τῶν ἐπιβούλων της καὶ στὶς ἀμφισβητήσεις τους ἀντιτάσσει τὴν ἴδια πάντα ἀπάντηση: Ζεῖ καὶ βασιλεύει ὁ βασιλιὰς Ἀλέξανδρος!
.           Στὴν ἀδιαφορία τοῦ λαοῦ προβάλλει τοὺς ἁγίους ἀποστόλους τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης Κύριλλο καὶ Μεθόδιο.
.        Τὴν βυθισμένη στὸ σκοτάδι καὶ θνήσκουσα Εὐρώπη τὴν προσκαλεῖ νὰ ἀναστηθεῖ γινόμενη μέτοχος τῆς θεολογίας τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ ἁγίου της Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
.          Καὶ ὅλους μας μᾶς προτρέπει νὰ ἱππεύσουμε στὸ κόκκινο ἄλογο τοῦ μεγαλομάρτυρος Δημητρίου γιὰ τὴ νέα μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν ἀποστατημένο κόσμο μας.

Τά ΟΧΙ τοῦ χθές καί τοῦ σήμερα. Κωνσταντῖνος Χολέβας

Τα ΌΧΙ του χθες και του σήμερα
 Κωνσταντίνος Χολέβας-Πολιτικός Επιστήμων
Το ΟΧΙ του Ιωάννου Μεταξά και του ελληνικού λαού δεν εξέπληξε όσους ήξεραν την  ιστορία αυτού του έθνους. Διχαζόμαστε, μεμψιμοιρούμε, κατατριβόμαστε με ασήμαντα, χάνουμε τη σωστή ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, όμως στα δύσκολα ενωνόμαστε, μεγαλουργούμε, αντιστεκόμαστε. ΤΟ ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 αποτελεί οδοδείκτη για τα νέα ΟΧΙ που καλούμαστε να εκστομίσουμε. Ως πρόσωπα, ως λαός, ως έθνος.
Σήμερα καλούμαστε πρωτίστως να πούμε ΟΧΙ σε κάθε νέο διχασμό. ΟΧΙ στις λανθασμένες επιλογές που υπαγορεύει ο λαϊκισμός, η υπεραπλούστευση, η ανευθυνότητα.Αλλά ταυτόχρονα να πούμε ΟΧΙ σε κάθε υπερβολική και ταπεινωτική απαίτηση φίλων και συμμάχων, δανειστών και εταίρων. Να πούμε ΟΧΙ σ’ αυτούς που επιβάλλουν άδικα μέτρα χωρίς  λογική, μόνο και μόνο για να μας τιμωρήσουν. Αλλά και σ’ αυτούς που άκριτα ζητούν να εμφανισθούμε σαν ταύρος εν υαλοπωλείω και να ριψοκινδυνεύσουμε τη θέση μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Καλούμαστε να πούμε ΟΧΙ σε κάθε αναβίωση του φασισμού, του ναζισμού και του ερυθρού ολοκληρωτισμού. Να πούμε ΟΧΙ σε εκείνους που καπηλεύονται τον πατριωτισμό για να δικαιολογήσουν τις ενέργειες αντιδημοκρατικής βίας.
Αλλά παράλληλα να πούμε ΟΧΙ και σε εκείνους που  απορρίπτουν κάθε τι το εθνικό και θέλουν να χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα.
Να πούμε ΟΧΙ σε όσους  μας ζητούν να παραχωρήσουμε ολόκληρη την εθνική μας κυριαρχία  στο όραμα –εφιάλτη ενός αντιδημοκρατικού  ευρωπαϊκού υπερκράτους ή στην νεο-οθωμανική απαίτηση των γειτόνων μας. Αλλά να πούμε επίσης ΟΧΙ σε όσους προσπαθούν με αφέλειες και ακρότητες να μας αποκόψουν από διεθνή ερείσματα και απαραίτητες συνεργασίες.
Να πούμε ΟΧΙ  στην απάνθρωπη μεταχείριση ανθρώπων με βάση τη φυλή ή το χρώμα τους. Αλλά εξίσου να πούμε ΟΧΙ στη βία εναντίον Ελλήνων από λαθραίους εισβολείς που εκμεταλλεύθηκαν την ανεκτικότητα των Αρχών.
Να βροντοφωνάξουμε ΟΧΙ σε όποιον καταπιέζει ελληνικές μειονότητες ή κατέχει πανάρχαια ελληνικά εδάφη. ΟΧΙ και στην ύπουλη εισβολή που είναι η ξενομανία και η ισοπέδωση της πολιτιστικής μας ταυτότητας.
Να απαντήσουμε με ΟΧΙ σε όσους προσβάλλουν την Ορθόδοξη πίστη και την ιστορία μας. Αλλά και σ’ εκείνους που εμφανίζονται ως αυτόκλητοι υπερασπιστές αυτών των αξιών για κομματικό όφελος.
Και πάνω απ’ όλα να πούμε ΝΑΙ στην ελπίδα.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου

«Νεφέλη γαρ Κυρίου ην επί της Σκηνής ημέρας,
 και πυρ ην επ' αυτοίς νυκτός εναντίον παντός Ισραήλ».
(Έξοδος κεφ. μ' 36)

Δέσποινα Θεοτόκε, το κειμήλιον των αρετών, η σκέπη και η καταφυγή πάντων των Χριστιανών, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου και λύτρωσαι ημάς εκ των ορατών και αοράτων εχθρών.
Θεοτόκε Παρθένε, η των ουρανών Πλατυτέρα, εσύ είσαι η κλίμαξ ην ο Ιακώβ εθεάσατο. Δια των ιδικών σου πρεσβειών ανερχόμενοι οι Άγγελοι αναφέρουν εις τον Άγιον Θεόν τας προσευχάς των Χριστιανών. κατερχόμενοι δε μεταφέρουν εις αυτούς την χάριν και τας δωρεάς Αυτού.
Νεφέλη οδηγούσε και εσκέπαζε τους Ισραηλίτας όταν εβάδιζον εις την έρημον και νεφέλη εκάλυπτεν την Σκηνήν του Μαρτυρίου. Όλα αυτά όμως ήσαν τύπος και σκιά της χάριτος του Θεού2.
Όταν όμως ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Ιησούς Χριστός εσκήνωσεν εν σοι, δια της ενσάρκου οικονομίας αυτού, τότε εσύ Θεοτόκε έγινες η φωτεινή Σκηνή του Αγίου Πνεύματος, φωτίζουσα, σκέπουσα, περιθάλπουσα και οδηγούσα τον νέον Ισραήλ εις τον Παράδεισον, εις την Βασιλείαν των ουρανών.
Πώς να μη σε ευχαριστήσωμεν Πάναγνε διότι με την αστραπόμορφον Σκέπην σου πλημμυρίζεις τας ψυχάς των ευσεβών Χριστιανών με θεία νοήματα; Εσύ Παναγία μας, ως φιλόστοργος Μήτηρ στολίζεις τις ψυχές μας δια των πολλών σου χαρίτων και τας καθιστάς ευαρέστους ενώπιον του Αγίου Θεού.
Η αισχύνη της ψυχικής γυμνότητος δια των πολλών σου χαρίτων καλύπτεται. δια του ιερού σου Μαφορίου3 σκεπάζεις τις ψυχές μας αι οποίαι στερούνται ενδύματος γάμου και δεν ημπορούν να εισέλθουν εις την Βασιλείαν των Ουρανών.
Πολυύμνητε Κόρη, το ταμείον των θείων δωρεών μη παρίδης τας δεήσεις των πτωχών δούλων σου. Κάθε ψυχή στερουμένη έργων αγαθών προς Σε ανατρέχει. επιποθούσα δε της θείας Χάριτος προς Σε καταφεύγει. Εσύ είσαι η σκέπη και η ευπρέπεια πάντων των εις Σε προστρεχόντων.
Η ευσπλαχνία σου Θεοτόκε, ωσάν θάλασσα ανεξάντλητος επικαλύπτει πάντας τους αμαρτωλούς και επιχέει προς τους δεομένους ιάματα των ψυχών και των σωμάτων.
Κάθε ψυχή, εφ' όσον επικαλείται την βοήθειάν σου Δέσποινα, όσον άμορφη κι αν έχη κατασθή ένεκα της αμαρτίας δεν θα παραμείνη εις την ακοσμίαν αυτής, αλλά αι πρεσβείαι σου θα ελκύσουν επ' αυτήν την χάριν του Αγίου Πνεύματος.
Άνευ των ιδικών σου πρεσβειών και της ιδικής σου προστασίας και Σκέπης ουδείς λυτρούται εκ των ακαθάρτων λογισμών και ουδείς αναβαίνει άνευ των θερμών δεήσεών σου προς τον Θεόν και Πατέρα ημών.
Ω θαυμαστή πρεσβεία πάντων των Ορθοδόξων Χριστιανών! Των προφητών εκπλήρωμα, Αποστόλων δόξα, Μαρτύρων εγκαλλώπισμα, της Παρθενίας το καύχημα και παντός του κόσμου πανθαύμαστος Σκέπη!
Ως όρνις σκέπασον υπό τας αγίας πτέρυγάς σου και περιφρούρησον τα πιστά τέκνα σου, Θεοτόκε Παρθένε.
Καθ' ημέραν πράττομεν τα πονηρά και παροργίζομεν τον δίκαιον Θεόν. Ένεκα των πολλών αμαρτιών μας, υποπίπτομεν εις πολλούς πειρασμούς και θλίψεις. «Πολλαί αι θλίψεις του αμαρτωλού» (Ψαλ. λα' 10).
Πρόφθασον Δέσποινα και δώρησαι μετάνοιαν εις την πατρίδα μας και περίσκεπε αυτήν εκ των επαπειλούντων αυτήν εχθρών. «Εκύκλωσαν με κύνες πολλοί συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με» (Ψαλ. κα' 17).
Δεν θα υπήρχωμεν επί της γης Θεοτόκε, εάν δεν προέφθανον αι πρεσβείαι σου να εξευμενίσουν τον Άγιον Θεόν, προς τον οποίον καθ' ημέραν αμαρτάνομεν.
Παναγία μας, η παραμυθία πάντων των ευσεβών Χριστιανών, λύτρωσαί μας εκ της επικειμένης ημίν δικαίας του Θεού παιδεύσεως.
Σκέπε πάντοτε εκ πάσης απειλής ημάς Δέσποινα, ότι μετά Θεόν τας ελπίδας σοι αναθέμεθα.
Ταις της Πανυπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου πρεσβείαις, της ακαταμαχήτου ημών προστασίας, σώσον την κληρονομίαν σου Κύριε, ίνα απροσκόπτως και ελευθέρως δοξάζομεν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά Σου, εις το οποίον πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
μ.μ.
1-10-94


Απολυτίκιον
ήχος α'. Του λίθου σφραγισθέντος
Της Σκέπης σου την χάριν, ανυμνούμεν Παρθένε. ην εν τω πανσέπτω ναώ σου εφήπλωσας τοις πάσι. το θαύμα εκπλήττει πάντα νουν, πώς θείον σου μαφόριον σεμνή, εφηπλούτο πανταχόθεν τοις πιστοίς, τη αίγλη αστραπηφόρον. Χάρις τη αντιλήψει σου Αγνή, χάρις τη θεία Σκέπη σου. Χάρις τη προμηθεία σου, μόνη Πανάχραντε.


1.    Η εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου μας υπενθυμίζει την ένδοξον αυτής φανέρωσιν εν Βλαχέρναις, την οραθείσαν υπό του Αγίου Ανδρέου και του μαθητού αυτού Επιφανίου. Η Υπεραγία Θεοτόκος δορυφορουμένη υπό των Αγίων Αγγέλων, χειροκρατουμένη δε υπό του Τιμίου Προδρόμου και Ιωάννου του Θεολόγου εισήλθε εις το μέσον του Ναού και κλίνασα το γόνυ αυτής προσηύξατο επί πολλήν ώραν, ραίνουσα με δάκρυα το Θεοειδές αυτής πρόσωπον, υπέρ των πιστών τον Μονογενή αυτής Υιόν δυσωπούσα. Εγερθείσα έπειτα η Θεοτόκος εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα και λαβούσα εκ της Αγίας Σορού το Μαφόριον αυτής ήλθε προ του Βήματος και σεμνοπρεπώς δια των αχράντων αυτής χειρών εφήπλωσεν επάνω του περιεστώτος λαού και εσκέπασεν αυτούς. Όταν δε η Κυρία Θεοτόκος ανέβαινεν εις τους ουρανούς η θεία Σκέπη ολίγον κατ' ολίγον επήρθη, η οποία ήταν η Χάρις αυτής, εκδηλουμένη δια του ιερού αυτής Μαφορίου, φυλαττομένου εις τον Ναόν των Βλαχερνών.
Δια της εορτής αυτής ευχαριστούμεν την Παναγίαν μας, την Προστάτιδα ημών, δια την φανερωθείσαν προς το Χριστιανικόν γένος ευσπλαχνίαν αυτής και δεόμεθα προς αυτήν εκτενώς, ίνα πάντοτε ευσπλάχνως σκέπη ημάς τους αιτούντας την Σκέπην αυτής.
Ως Θεομητορική εορτή η Αγία Σκέπη καθιερώνεται τον Ι’ αιώνα επί Λέοντος του Σοφού.
Εις τον νεώτερον όμως Ελληνισμόν η προστασία της Αγίας Σκέπης εκδηλώθηκε ιδιαίτερα εις το έπος του 1940. Γίνεται νεφέλη δια να κρύψη τον στρατό μας εις τα βουνά της Βορείου Ηπείρου και απλώνει το «Μαφόρι» της αγάπης και σκεπάζει τους αγωνιστάς της τιμής και του δικαίου.
2.    «Η νεφέλη γαρ εγένετο σκιάζουσα επ' αυτοίς ημέρας, εν τω εξαίρειν αυτούς εκ της παρεμβολής» (Αριθμοί κεφ. α' 34).
3. Μαφόριον ή ωμοφόριον: Η Δέσπονα Θεοτόκος με το Μαφόριον εκάλυπτεν την ιεράν αυτής κεφαλήν και τους ώμους. Ήτο δε χρώματος κοκκίνου προς ένδειξιν της ακηράτου αυτής παρθενίας. Δια τούτο και οι ζωγράφοι ιστορούν τας παρθένους αγίας Μάρτυρας με κόκκινον Μαφόριον, τας υπάνδρους με λευκόν και τας μοναζούσας με μαύρον. (Βλέπε και Βασιλειών β’ κεφ. ιγ’. σχετικήν ιστορίαν με την Θάμαρ, θυγατέρα του Δαβίδ....)

ΜΟΝΑΧΟΥ  ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ  ΚΑΡΑΚΑΛΛΗΝΟΥ
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»
        ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Η εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου 1940-45

Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Το Σεπτέμβριο του 1939, η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, αντιδρώντας στην παρά τις προειδοποιήσεις τους επίθεση του Χίτλερ στην Πολωνία. Πρόκειται για την υλοποίηση της καθυστερημένης αλλά δυναμικής τους πλέον απόφασης να εναντιωθούν στην επεκτατική πολιτική τόσο της Γερμανίας όσο και του άλλου φασιστικού κράτους της Ευρώπης, της Ιταλίας, πολιτική που πραγματωνόταν με κατάληψη ξένων εδαφών από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Οι αιτίες του νέου πολέμου ανάγονται, όπως και στην περίπτωση του προηγούμενου, του Α' Παγκοσμίου, στη διαπάλη των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να διανείμουν, το καθένα προς όφελός του, τον πλούτο της εγγύς τους περιφέρειας και των αποικιών. Η ταπείνωση, άλλωστε, και οι δυσβάσταχτες "επανορθώσεις" που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου εξέθρεψαν τη φασιστική ιδεολογία και επιτάχυναν τις εξελίξεις προς το Β' Παγκόσμιο. Ο "πόλεμος αστραπή" -όπως χαρακτηρίστηκαν οι συνεχόμενες χιτλερικές νίκες που ακολούθησαν- κατέληξε στην κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης από τους Γερμανούς, ενώ η επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης επισφράγισε τα σχέδια του Χίτλερ για μια ενιαία ναζιστική Ευρώπη. Όπου επικράτησαν οι Γερμανοί, οι χώρες της Ευρώπης γνώρισαν τη "Νέα Τάξη", που σήμαινε την πολιτική υποταγή των κατακτημένων κρατών στη Γερμανία, τη στέρηση κάθε ελευθερίας, την οικονομική λεηλασία, την καταδίωξη και εξόντωση των απανταχού στην Ευρώπη Εβραίων και άλλων "ανεπιθύμητων" πληθυσμιακών ομάδων, όπως των Τσιγγάνων. Aπό το 1941, με την επίθεση της Ιαπωνίας, του τρίτου συμμάχου του ’ξονα, εναντίον του αμερικανικού στόλου στο Περλ Χάρμπορ, η οποία της άνοιξε το δρόμο για την κατάληψη όλης της νοτιοανατολικής Ασίας, η σύρραξη έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις.
Από το 1942 άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τις δυνάμεις του ’ξονα. Οι Σοβιετικοί, με τη νίκη στο Στάλιγκραντ, καθήλωσαν τα γερμανικά στρατεύματα, και προέβησαν σε δυναμική αντεπίθεση, ενώ οι Γερμανοί συντρίφθηκαν και στην Αφρική από τους Συμμάχους. H συμμαχική απόβαση στην Ιταλία (Ιούλιος 1943) προκάλεσε την πτώση του Μουσολίνι ενώ η απόβαση στη Νορμανδία (Ιούνιος 1944) οδήγησε στην απελευθέρωση της Γαλλίας. Τελικά, στις 8 Μαΐου 1945 η Γερμανία, ισοπεδωμένη και κατακτημένη από τους Συμμάχους, παραδόθηκε. Τον Αύγουστο του 1945 αναγκάστηκε σε παράδοση και η Ιαπωνία, μετά τη ρίψη των ατομικών βομβών από τους Αμερικάνους στις πόλεις της Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, σφραγίζοντας οριστικά μια εποχή και εισάγοντας ολόκληρο τον κόσμο σε μια νέα, βαθιά σημαδεμένη από την εμπειρία του.




Εισαγωγή: Ο πόλεμος

Η κατάληψη της Aλβανίας από τους Iταλούς, το 1939, αποκαλυπτική των ιταλικών προθέσεων στην περιοχή της ανατολικής Mεσογείου, αποτέλεσε το προοίμιο της επέκτασης του πολέμου και στο βαλκανικό χώρο. Μια ιταλική επίθεση στην Eλλάδα έμοιαζε προφανής, παρά τη δηλωμένη αντίρρηση του Χίτλερ και τις προσπάθειες του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος, ακροβατώντας ανάμεσα στην παραδοσιακή πρόσδεση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας στην Αγγλία και το φιλογερμανικό πνεύμα του φασιστικού χαρακτήρα καθεστώτος που είχε ο ίδιος εγκαθιδρύσει (με όλες τις διαφορές που έχουν επισημανθεί ότι το διακρίνουν από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά), επεδίωκε να κρατήσει
τη χώρα σε ουδετερότητα. Πράγματι, μετά από μια σειρά προειδοποιητικών ενεργειών -με αποκορύφωση τον τορπιλισμό από τους Ιταλούς του ευδρόμου "Έλλη" στις 15 Aυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου- που όλες έπεσαν στο κενό μπροστά στην άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να απαντήσει στις προκλήσεις, απεστάλη το ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Oκτωβρίου 1940, που απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος και τον έλεγχο πλήθους στρατηγικών σημείων της χώρας. H απόρριψη από τον Ιωάννη Μεταξά του ταπεινωτικού τελεσιγράφου, γεγονός που συνέπιπτε με την κοινή ελληνική βούληση, οδήγησε στην αυτόματη κήρυξη από τους Ιταλούς του πολέμου στην Eλλάδα, ο οποίος διεξήχθη στα βουνά της Hπείρου.
O ελληνοϊταλικός πόλεμος
Ο ενθουσιασμός του ελληνικού στρατού, η αυθόρμητη παλλαϊκή υποστήριξη του πολεμικού αγώνα και οι ορεινοί όγκοι της Ηπείρου κατέστησαν εφικτή όχι μόνο την αποτελεσματική απόκρουση των ιταλικών στρατευμάτων αλλά και μια θεαματική αντεπίθεση των Ελλήνων μέσα στο αλβανικό έδαφος. Η Μάχη της Ελλάδας, που κάλυψε συνολικά ένα διάστημα 216 ημερών και μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους, εξελίχθηκε από την αρχική άμυνα του πάτριου εδάφους (28/10/40 μέχρι 13/11/40), στην ορμητική αντεπίθεση, που απέδωσε την κατάληψη σημαντικών πόλεων και άλλων σημείων της Βορείου Ηπείρου (14/11/40 μέχρι 28/12/49), έως μία ακόμη βαθύτερη προέλαση στο αλβανικό έδαφος, με τη συντριβή της περιβόητης "εαρινής επίθεσης" των Ιταλών (29/12/40 μέχρι 5/4/41).
Tο συνολικό αποτέλεσμα ήταν η καθήλωση είκοσι επτά ιταλικών μεραρχιών στην Αλβανία από δεκαέξι ελληνικές και η επέκταση των ελληνικών συνόρων 60 χιλιόμετρα μέσα στο αλβανικό έδαφος, γεγονός που προσελήφθη και ως απελευθέρωση ελληνικών εδαφών, της Βορείου Hπείρου.
Παράλληλα προς το στρατό ξηράς, σφοδρούς αγώνες στη θάλασσα έδινε κι ο ελληνικός στόλος, προστατεύοντας τις ελληνικές μεταφορές και παρεμποδίζοντας τις ιταλικές, όπως και προφυλάσσοντας τις ακτές από εχθρικές αποβάσεις και βομβαρδισμούς. Ο ελληνικός στόλος πέτυχε εξαιρετικές νίκες επί των Ιταλών, συμβολική υπόμνηση των οποίων παρέμεινε η δράση του υποβρυχίου "Παπανικολής" και του πλωτάρχη του, Μίλτωνα Ιατρίδη. Επίσης, η ελληνική αεροπορία, αν και στοιχειωδώς εξοπλισμένη, έδωσε το δικό της αγώνα στην αναχαίτιση των εντυπωσιακά υπέρτερων ιταλικών αεροπορικών δυνάμεων.
H αναπάντεχη για όλους ελληνική νίκη κατά των Ιταλών αποτέλεσε την πρώτη συμμαχική νίκη κατά των δυνάμεων του ’ξονα και χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό απ' ολόκληρο τον αμυνόμενο κόσμο. Αξιοσημείωτος υπήρξε ακόμα και ο γερμανικός θαυμασμός για το ελληνικό κατόρθωμα. H σημασία της εξάλλου ήταν τεράστια. Διέλυσε το μύθο της παντοδυναμίας του ’ξονα, ενθάρρυνε αποφασισμένους και διστακτικούς λαούς προς αντίσταση, κατέστρεψε το γόητρο του Μουσολίνι, ενώ καθυστέρησε την προγραμματισμένη επίθεση του Χίτλερ στη Ρωσία.
H γερμανική επίθεση
Τον Απρίλιο του 1941, ο Χίτλερ αποφάσισε να συνδράμει το σύμμαχό του Μουσολίνι, μεριμνώντας ταυτόχρονα για την εξασφάλιση των βαλκανικών του νώτων, ενόψει της επίθεσής του στη Σοβιετική Ένωση. Εξάλλου, η νέα ελληνική κυβέρνηση (διάδοχη της κυβέρνησης του Μεταξά, μετά το θάνατό του στα τέλη του Ιανουαρίου του 1941) αποδέχθηκε την αγγλική προσφορά γι' αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. Ο ίδιος ο Μεταξάς είχε φανεί διστακτικός απέναντι στους ’γγλους, στην προσπάθειά του να μην προκαλέσει τη γερμανική επέμβαση εναντίον της Ελλάδας, καθώς μάλιστα εκτιμούσε ότι οι προσφερόμενες αγγλικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς για μια αποτελεσματική άμυνα. Οι Γερμανοί είχαν πλέον και πρόσχημα ώστε να επέμβουν.
Kατερχόμενοι αφενός από τη Γιουγκοσλαβία, όπου είχαν συντρίψει τη γιουγκοσλαβική αντίσταση, και αφετέρου από τη σύμμαχο του ’ξονα Βουλγαρία, οι Γερμανοί εισέβαλαν στη χώρα στις 6 Aπριλίου 1941 και περικύκλωσαν τις ελληνικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν τα συνοριακά μακεδονικά οχυρά, μαζί με μια μικρή βρετανική εκστρατευτική δύναμη από Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες. H στρατιωτική ηγεσία συνθηκολόγησε στις 23 Aπριλίου. Mπροστά στην προέλαση
των Γερμανών, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση, καθώς και βρετανικές δυνάμεις που μάχονταν μαζί με τους Έλληνες, μεταφέρθηκαν στην ακόμα ελεύθερη Κρήτη, όπου παίχτηκε η τελευταία πράξη του πολέμου.
Στις 20 Μαΐου, άρχισε η γερμανική επίθεση που συνάντησε μια σθεναρή αντίσταση, παρόλη την ελλιπέστατη αμυντική οργάνωση του νησιού. Έλληνες, ’γγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες, καθώς και οπλισμένοι κάτοικοι, περίμεναν τον εχθρό στα σημεία που προβλεπόταν η απόβασή του και τον αποδεκάτισαν. Μόλις την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατάφεραν με κόπο να αποβιβαστούν και να ξεκινήσουν σκληρές μάχες με τους αμυνόμενους, που υποχωρούσαν βήμα βήμα πολεμώντας πεισματικά, ώσπου η υπεροπλία του εχθρού τούς κατέβαλε οριστικά.
Με την κατάληψη της Κρήτης στο τέλος του Mαΐου, η Ελλάδα πέρασε οριστικά στην κατοχή των Γερμανών ενώ ο βασιλιάς και η κυβέρνηση εγκατέλειψαν τη χώρα για να εγκατασταθούν τελικά στο Κάιρο της Αιγύπτου, μαζί με τα υπολείμματα των ελληνικών δυνάμεων. Η Κρήτη πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος από πράξεις αντεκδίκησης ειδικά για την καταστροφή της ομάδας των επίλεκτων Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Ας σημειωθεί ότι η δεκαήμερη επιχείρηση κόστισε στους Γερμανούς περισσότερα θύματα απ' όσα είχαν σε ολόκληρη την επιχείρηση κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Ο αντίκτυπος του πολέμου στην πολιτιστική ζωή
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, οι πνευματικοί άνθρωποι και οι καλλιτέχνες συνενώθηκαν με τον ελληνικό λαό και επιστρατεύτηκαν κι αυτοί στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν. Από τις πρώτες μέρες της εισβολής μερικοί Έλληνες διανοούμενοι, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο ’γγελος Σικελιανός, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος κατέθεσαν μια γραπτή δήλωση διαμαρτυρόμενοι για την "ιταμή αξίωση της φασιστικής βίας".
Η πολιτιστική ζωή στα μετόπισθεν και για όσο διάστημα ο ελληνικός στρατός βρισκόταν στο μέτωπο συντονίστηκε στο ρυθμό των πολεμικών γεγονότων.
Για να εμψυχώσουν τους Έλληνες στρατιώτες, αλλά και να παρηγορήσουν τους ανθρώπους που είχαν μείνει πίσω και αγωνιούσαν, οι καλλιτέχνες του θεάτρου, ηθοποιοί, τραγουδιστές και σεναριογράφοι, επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στα γεγονότα του πολέμου. Επιθεωρήσεις με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως "Κορόϊδο Mουσολίνι", "Πολεμικές Καντρίλιες ", "Aθήνα-Pώμη
και φεύγουμε" αναδείκνυαν μια θεματική που πρόβαλλε τις ελληνικές νίκες, διακωμωδούσε την αποτυχημένη απόπειρα των Ιταλών να καταλάβουν την Ελλάδα και καλούσε όλους τους Έλληνες να δείξουν θάρρος και υπομονή. Αξέχαστα έχουν μείνει τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο που εμψύχωναν τόσο τον κόσμο στα μετόπισθεν όσο και τους στρατιώτες στα πεδία των μαχών.
Εκτός από τις επιθεωρήσεις και οι γελοιογραφίες ακολουθούσαν τα πολεμικά ανακοινωθέντα και τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο. Γνωστοί σκιτσογράφοι όπως ο Φώκος Δημητριάδης, ο Αντώνης Βώττης, ο Γ. Γκεϊβέλης, ο Σοφοκλής Αντωνιάδης, ο Nίκος Καστανάκης, ο Στ. Πολενάκης και πολλοί άλλοι αξιοποιούσαν γόνιμα τη δύναμη του γέλιου για να ενισχύσουν το ηθικό του πληθυσμού.
Στα πεδία των μαχών βρέθηκαν και ζωγράφοι με την επίσημη ιδιότητα του πολεμικού εικονογράφου, όπως ο Ουμβέρτος Αργυρός και ο Γιώργος Προκοπίου ή υπηρετώντας ως μάχιμοι, όπως ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης και ο Γιάννης Τσαρούχης που αποτύπωσαν τις εμπειρίες τους στο έργο τους. Εξάλλου, πολλοί εικαστικοί καλλιτέχνες (Κωσταντίνος Παρθένης, Γιώργος Γουναρόπουλος, Περικλής Βυζάντιος, Δημήτρης Γιολδάσης κλπ.) φιλοτέχνησαν μεμονωμένα έργα εμπνευσμένα από το έπος του 1940-41.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά μέσα λαϊκής έκφρασης αλλά και ενημέρωσης, υπήρξαν οι λαϊκές εικόνες, λιθογραφίες επώνυμων ή ανώνυμων καλλιτεχνών, που τα θέματά τους ετούτη την περίοδο ήταν αποκλειστικά αφιερωμένα στα γεγονότα του πολέμου. Οι λαϊκές εικόνες παράγονταν με αδιάπτωτο ρυθμό και πριν καλά καλά στεγνώσουν τα λιθογραφικά μελάνια από τα πιεστήρια, οι εκδότες τις έβγαζαν στους αθηναϊκούς δρόμους ενώ κάποιες ποσότητες τις διοχέτευαν και στην επαρχία.
Με αυτή την τελευταία δραστηριότητα συνδέεται και η δημιουργία αφισών από γνωστούς χαράκτες, μέλη του εργαστηρίου χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού στη Σχολή Καλών Τεχνών, οι περισσότεροι από τους οποίους συνέχισαν ένα γόνιμο όσο και μαχητικό έργο κατά την περίοδο της Κατοχής.
Εισαγωγή: Η Κατοχή
Στις 23 Aπριλίου 1941, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αναχώρησαν από την Αθήνα για την Κρήτη, ενώ οι Γερμανοί προέλαυναν προς την πρωτεύουσα. Χάος και παράλυση είναι τα χαρακτηριστικά του σύντομου διαστήματος από την αναχώρηση των κυβερνώντων ως την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Πολλοί είναι αυτοί που αναχώρησαν επίσης για την Κρήτη και τη Μέση Ανατολή ή απλώς κατέφυγαν στην Πελοπόννησο και τα νησιά. Οι συνεχείς βομβαρδισμοί δρόμων και λιμανιών από εχθρικά αεροπλάνα ολοκλήρωσαν την εικόνα της αποδιοργάνωσης και του φόβου. Στις 27 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν σε μια σχεδόν άδεια Αθήνα, αφού οι κάτοικοι έμειναν πεισματικά κλεισμένοι στα σπίτια τους. Η ύψωση της ναζιστικής σβάστικας στην Ακρόπολη σηματοδότησε την αρχή της γερμανικής κατοχής. Διόρισαν κυβέρνηση "κουΐσλιγκς" με πρώτο πρωθυπουργό το Γεώργιο Tσολάκογλου, το στρατηγό που υπέγραψε τη συνθηκολόγηση.
Με την πτώση της Κρήτης στα τέλη του Μαΐου, σημειώθηκε η ολοκληρωτική κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, που επέβαλαν τη "Nέα Tάξη", που σήμανε τη συσσώρευση εξαιρετικών δεινών και δοκιμασιών για τον ελληνικό λαό.
Η Ελλάδα περιήλθε σε τριπλή κατοχή, αφού διαμοιράστηκε ανάμεσα στους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, Iταλούς και Bουλγάρους. Στη Bουλγαρία παραχωρήθηκε μια ζώνη ανάμεσα στο Στρυμόνα και το Nέστο, που αργότερα επεκτάθηκε ως την Αλεξανδρούπολη, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Oι Γερμανοί κράτησαν τα 2/3 του Έβρου, την κεντρική και ανατολική Mακεδονία, κάποια νησιά του Aιγαίου, την Aττική και την Kρήτη. Στην Iταλία περιήλθε η υπόλοιπη Eλλάδα.
Στη ζώνη της βουλγαρικής κατοχής, την κατάσταση επιδείνωσαν οι μεθοδικές προσπάθειες αφελληνισμού που επιχείρησαν οι Βούλγαροι, με την καταδίωξη του ελληνικού πληθυσμού (φόνοι, διώξεις κληρικών και δασκάλων, μεταγωγή ανηλίκων στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα, επαχθέστατη φορολογία) και την εγκατάσταση Βουλγάρων εποίκων. Από τα κορυφαία δείγματα της βουλγαρικής θηριωδίας υπήρξαν τα γεγονότα της Δράμας, η ομαδική εκτέλεση από τους Βουλγάρους 3000 πατριωτών στο Δοξάτο και τα άλλα χωριά, προς καταστολή της αυθόρμητης εξέγερσης και κατάλυσης των βουλγαρικών αρχών κατοχής, στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου του 1941. Γενικά, η αντίδραση των Μακεδόνων και των Θρακών στην καταπίεση και τον εκβουλγαρισμό απαντήθηκε με ωμότητες που ανησύχησαν ακόμα και τη γερμανική διοίκηση.
Προσπάθειες αφελληνισμού δεν έλειψαν ούτε από την ιταλική ζώνη. Στην Ήπειρο, συμμορίες Αλβανών, εξοπλισμένων από τους Ιταλούς, τρομοκρατούσαν την ύπαιθρο ενώ οι Ιταλοί προχώρησαν στην ίδρυση αυτόνομου "πριγκιπάτου" των Βλάχων στην Πίνδο.
Στη γερμανική ζώνη η κατάσταση ήταν εξίσου απελπιστική. Η απομύζηση αγαθών, πόρων και αποθεμάτων της χώρας, που καταδίκασε την οικονομία σε απόλυτο μαρασμό και συνακόλουθα τον πληθυσμό σε θανάσιμη πείνα, η καταστροφή της κάθε λογής υποδομής (συγκοινωνίες, κτίσματα), η απάλειψη κάθε ίχνους ελευθερίας, η τρομοκρατία των κατακτητών, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις και οι εκτοπίσεις συνέθεσαν την εικόνα της ελληνικής εκδοχής της ναζιστικής νέας τάξης πραγμάτων, προκαλώντας την αντίσταση του ελληνικού λαού. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συνολικός φόρος αίματος του ελληνικού λαού στην περίοδο της Κατοχής τόσο από την πείνα και τις ποικίλες κακουχίες όσο και στο βωμό του απελευθερωτικού αγώνα συνολικά ξεπέρασε, αναλογικά προς τον πληθυσμό της χώρας, τον αντίστοιχο κάθε άλλου λαού της κατεχόμενης Ευρώπης.
Η πείνα
H οικειοποίηση των φυσικών πόρων και η επίταξη των αγαθών της χώρας, η λεηλάτηση των αποθεμάτων, εμπορικών και βιομηχανικών, από τους Γερμανούς για την αποστολή τους στη Γερμανία, η διακοπή κάθε βιομηχανικής παραγωγής -πλην όσων μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την προμήθεια στρατιωτικού υλικού στη Γερμανία- η προκλητικά ολοκληρωτική επιβάρυνση της χώρας για τη συντήρηση των δυνάμεων κατοχής παρέλυσαν απολύτως την οικονομία και έκαναν άκρως προβληματική την τροφοδότηση του ελληνικού λαού. O ιλλιγγιώδης πληθωρισμός μηδένισε τα εισοδήματα και τις αποδοχές των κατακτημένων, ενώ η κυκλοφορία αγαθών στη μαύρη αγορά, τα οποία μπορούσε κανείς να αποκτήσει πληρώνοντας σε χρυσές λίρες ή ανταλλάσσοντας τα υπάρχοντά του, συμπλήρωσαν την αδιέξοδη κατάσταση. H εξεύρεση τροφής, ειδικά στα αστικά κέντρα, αποτέλεσε μια οδυνηρή περιπέτεια και η πείνα κόστισε τη ζωή πολλών
χιλιάδων ανθρώπων. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης οργανώθηκαν συσσίτια τόσο από την Εθνική Αλληλεγγύη όσο και από τον Εκκλησιαστικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.). Το θέαμα εξαντλημένων ανθρώπων που σωριάζονταν στους δρόμους της Αθήνας, τα κάρα με τους σωρούς των πτωμάτων και οι ομαδικοί τάφοι είναι από τις σκληρότερες εικόνες για όσους τις αντίκρυσαν και για όσους τις γνώρισαν καταγραμμένες σε φωτογραφίες της περιόδου. Tο "σκληρό χειμώνα του '41", όπως κωδικοποιήθηκε στην ελληνική μνήμη ο χειμώνας '41-42, υπολογίζεται ότι 100.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από το λιμό και το ψύχος στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ενώ σε ολόκληρη την τετράχρονη Kατοχή πέθαναν περίπου 300.000 Έλληνες από πείνα, αβιταμίνωση και επιδημίες. Εξάλλου, ο κατοχικός λιμός και οι συνακόλουθες ασθένειες ενοχοποιούνται για την παιδική θνησιμότητα και την καχεξία των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

Η επιβολή της γερμανικής εξουσίας
Το φασιστικό κατοχικό καθεστώς εγκαθίδρυσε κλίμα τρομοκρατίας για να κάμψει την αντίσταση και το φρόνημα του ελληνικού λαού. Η πρόβλεψη θανατικής ποινής για την ελάχιστη ενέργεια που απέκλινε από τις διαταγές της κατοχικής διοίκησης (όπως η ακρόαση ραδιοφώνου), οι καθημερινές εκτελέσεις ομήρων και οι ομαδικές εξοντώσεις κατοίκων ολόκληρων χωριών ως αντίποινα για δολιοφθορές σε βάρος του στρατού κατοχής, οι επί τόπου εκτελέσεις πολιτών υποδεικνυόμενων ως αντιστασιακών από Έλληνες δοσίλογους στα λεγόμενα "μπλόκα", οι φυλακίσεις και οι βασανισμοί, οι εκτοπίσεις Ελλήνων στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης συναπάρτιζαν την κατασταλτική μηχανή των Γερμανών απέναντι σε κάθε αντιστασιακή ενέργεια. Στη γερμανική τρομοκρατία συνεπικούρησαν και τα λεγόμενα "Τάγματα Ασφαλείας", που αποτελούνταν από
Έλληνες και συγκροτήθηκαν για πρώτη φορά από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Εξοπλισμένα και επιτηρούμενα από τους Γερμανούς, συνεργάστηκαν μαζί τους εναντίον των αντιστεκόμενων συμπατριωτών τους και έγιναν αναφορά πίκρας και φρίκης για τους υπόλοιπους Έλληνες.
Στρατόπεδα, όπως του Χαϊδαρίου, χώροι βασανιστηρίων, όπως το κτίριο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν, τόποι εκτέλεσης, όπως το Σκοπευτήριο της Kαισαριανής στην Aθήνα και το Eπταπύργιο στη Θεσσαλονίκη, παραπέμπουν συμβολικά, στους κοινούς μας συνειρμούς, στους τόπους μαρτυρίου και θυσίας πατριωτών κατά την Kατοχή, ενώ γεγονότα όπως η πυρπόληση των Καλαβρύτων, της Κανδάνου και του Διστόμου με την παράλληλη εξόντωση
του πληθυσμού τους αποτελούν κορυφαίες ελληνικές εμπειρίες της γερμανικής βαρβαρότητας.
Εξάλλου, όπως και στην υπόλοιπη Eυρώπη, οι Nαζί διενήργησαν και στην Ελλάδα την εξόντωση του εβραϊκού στοιχείου. Το 1943, από το Μάρτιο ως τον Αύγουστο, το σύνολο σχεδόν της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης (50.000 άτομα περίπου) μεταφέρθηκε στο ’ουσβιτς, απ' όπου επέστρεψαν ελάχιστοι επιζώντες. Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ξεκληρίστηκε. Συνολικά υπολογίζεται ότι 60.000-65.000 Έλληνες εβραίοι (σε σύνολο 80.000 περίπου) εκτοπίστηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα και η συντριπτική πλειοψηφία αποτέλεσε θύματα της Τελικής Λύσης. Η Ελλάδα έχασε από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη ποσοστά του εβραϊκού πληθυσμού της ενώ εξαφανίστηκαν μερικές από τις αρχαιότερες εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης, οι οποίες διαβιούσαν στην Ελλάδα. Να σημειωθεί ότι, εκτός εξαιρέσεων, αντισημητικό κίνημα δεν βρήκε απήχηση στην Ελλάδα και πολλοί Εβραίοι βοηθήθηκαν με διάφορους τρόπους να επιζήσουν από τους χριστιανούς συμπατριώτες τους. Στη διάσωση των Εβραίων της νότιας Ελλάδας σημαντική ήταν η συμβολή της Εκκλησίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός οργάνωσε τη διαφυγή πολλών από αυτούς, ενώ και το Ε.Α.Μ/Ε.Λ.Α.Σ. συνετέλεσε επίσης στη διάσωσή τους.
Εισαγωγή: Η Aντίσταση
Aπό την πρώτη κιόλας στιγμή της Κατοχής, ο ελληνικός λαός προέβη σε αυθόρμητες πράξεις αντίδρασης, ατομικά και συλλογικά, που εξέφραζαν βούληση αντίστασης, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί και σε οργανωμένα σχήματα, με την ίδρυση των αντιστασιακών οργανώσεων από το φθινόπωρο του 1941. Από τις πρώτες τέτοιες ενέργειες, και κορυφαία για τη συμβολική της αξία, αποτέλεσε η υποστολή από την Ακρόπολη και καταστροφή της ναζιστικής σβάστικας από δυο νεαρούς φοιτητές, το Μανόλη Γλέζο και το Λάκη Σάντα, το Μάιο ακόμα του 1941. Μια άλλη δυναμική αντιστασιακή ενέργεια του πρώτου εκείνου διαστήματος αποτέλεσε η ανατίναξη του αρχηγείου της Ε.Σ.Π.Ο., μιας οργάνωσης Ελλήνων φιλοναζιστών, από την Π.Ε.Α.Ν. (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων) που είχε ως αρχηγό τον αξιωματικό της Αεροπορίας Κ. Περρίκο.
Στην αντίσταση κατά της ξένης κατοχής, που έλαβε τεράστιες διαστάσεις και ποικίλες μορφές, πήρε μέρος η πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ο επικός απόηχος του αλβανικού πολέμου από τη μια και η άσκηση συλλογικότητας που αποτέλεσε από την άλλη, ο λιμός, η μαύρη αγορά, η αφόρητη καταπίεση, το κοινό μίσος εναντίον των συνεργατών είχαν από τη μια ριζοσπαστικοποιήσει την κοινή γνώμη και από την άλλη είχαν αμβλύνει πολλές από τις παλιές πολιτικές διακρίσεις μπροστά τώρα στο κοινό αίτημα για απελευθέρωση. ’νθρωποι κάθε ηλικίας, ιδιότητας, κοινωνικής και πολιτικής ένταξης, σε πόλεις και ύπαιθρο μετείχαν στον αγώνα. Πνευματικές προσωπικότητες, καλλιτέχνες και πλήθος άλλων πολιτών, ο καθένας με τον τρόπο του, ανταποκρίθηκαν στα αντιστασιακά κελεύσματα.
Πρωτοπόρα και εντυπωσιακά άφοβη και δυναμική αποδείχτηκε η νεολαία, μαζικότερη και δυναμικότερη οργάνωση της οποίας υπήρξε η Ε.Π.Ο.Ν. Στη δράση της νεολαίας πρέπει να μνημονευτεί και μια γενικότερη πολιτιστική και εκπαιδευτική προσπάθεια, που σημειώθηκε εκείνη την εποχή.
Ιδιαίτερα δυναμική και πρωτοφανής για την ελληνική πραγματικότητα ήταν η δράση που ανέπτυξαν οι γυναίκες όλων των ηλικιών, και στην Αθήνα και στην ύπαιθρο, συμμετέχοντας σε κάθε είδους αντιστασιακή κινητοποίηση ως και στον ένοπλο αγώνα. Η αντιστασιακή δράση αποτέλεσε εξάλλου για τις Ελληνίδες μια συνολικότερη ευκαιρία για την κοινωνική τους συνειδητοποίηση και απελευθέρωση.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλει να γίνει στον παράνομο αντιστασιακό Τύπο, σημαντικότατο παράγοντα του εθνικού αγώνα, που με μύριους κινδύνους λειτούργησε και κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι, πληροφορώντας τον ελληνικό λαό για την αλήθεια και τον πόλεμο και εμψυχώνοντας την αντιστασιακή προσπάθεια. Η Ελεύθερη Ελλάδα, ο Απελευθερωτής, η Γυναικεία Δράση, η Νέα Γενιά, η Δημοκρατική Σημαία, η Φλόγα, η Δόξα, η Απελευθέρωση είναι κάποια από τα πάμπολλα έντυπα που κυκλοφόρησαν, ενώ κάθε συνοικία και κάθε χώρος δουλειάς είχε το δικό του έντυπο, δακτυλογραφημένο, πολυγραφημένο ή κάποτε και χειρόγραφο. Ταυτόχρονα, φυλλάδια και προκηρύξεις γέμιζαν την Αθήνα, χάρις στην εξαιρετική ευρηματικότητα και ριψοκινδυνότητα των συντακτών και των διανομέων τους.
Oι αντιστασιακές οργανώσεις της Ελλάδας
Aπό το φθινόπωρο του 1941 οργανώθηκε στην Ελλάδα μαζική αντίσταση. Tο Σεπτέμβριο ιδρύθηκε το Eθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο (Ε.Α.Μ.), που συγκροτήθηκε από το Κ.Κ.Ε., με τη σύμπραξη άλλων, μικρότερων σοσιαλιστικών κομμάτων (Σ.Κ.Ε., Ε.Λ.Δ. και Α.Κ.Ε.) αλλά και μαζική συμμετοχή μη κομουνιστών πολιτών. Αποτέλεσε τη μαζικότερη αντιστασιακή οργάνωση της Kατοχής, συσπειρώνοντας γύρω της τους περισσότερους αντιστεκόμενους Έλληνες. Στόχοι του, όπως δηλωνόταν στο ιδρυτικό καταστατικό του, η οργάνωση της αντίστασης κατά του κατακτητή και η εξασφάλιση της δυνατότητας στον ελληνικό λαό να αποφανθεί για τον τρόπο της μεταπολεμικής του διακυβέρνησης. Το στρατιωτικό σκέλος του Ε.Α.Μ. αποτέλεσε ο Εθνικός Λαϊκός Aπελευθερωτικός Στρατός (Ε.Λ.Α.Σ.), που η δράση του άρχισε το Φεβρουάριο του 1942, υπό την ουσιαστική καθοδήγηση του Θανάση Κλάρα, γνωστού με το ψευδώνυμο ’ρης Βελουχιώτης. Επίσημος στρατιωτικός του διοικητής αναδείχθηκε αργότερα ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης.
Ακολούθησε, τον ίδιο μήνα, η ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (Ε.Δ.Ε.Σ.), που τέθηκε υπό την πολιτική ηγεσία του στρατηγού Nικολάου Πλαστήρα, ενώ τη στρατιωτική του καθοδήγηση ανέλαβε ο στρατηγός Nαπολέων Zέρβας. Συγκρότησε αντάρτικες δυνάμεις, τις Eθνικές Oμάδες Eλλήνων Aνταρτών
(Ε.Ο.Ε.Α.), που ανέλαβαν δράση από τον Ιούνιο του 1942, κυρίως στη βορειοδυτική Ελλάδα. O Ε.Δ.Ε.Σ. δεν υποστηριζόταν από κάποιο συγκεκριμένο κόμμα, αλλά μέλη του αποτέλεσαν αντιμοναρχικοί αξιωματικοί, με αίτημα, όπως επίσης δηλωνόταν στο ιδρυτικό καταστατικό, την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος στη μεταπολεμική περίοδο.
Aργότερα, τον Απρίλιο του 1943, ιδρύθηκε και τρίτη αντιστασιακή οργάνωση, η Εθνική Και Κοινωνική Απελευθέρωση (Ε.Κ.Κ.Α.), επίσης από αξιωματικούς με δημοκρατικά και αντιμοναρχικά αισθήματα και πολιτικό εκφραστή το Γεώργιο Καρτάλη. Tο ένοπλο τμήμα αυτής της ομάδας αποτέλεσε ανταρτικό σώμα, με αρχηγό το συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό και χώρο δράσης κυρίως τη Γκιώνα.
Kαι οι τρεις αντιστασιακές οργανώσεις στόχευαν σε αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας στην Eλλάδα μετά τον πόλεμο, όπως διατυπώνεται στα ιδρυτικά καταστατικά τους, εκφράζοντας το γενικευμένο λαϊκό αίτημα, μετά τις τραυματικές εμπειρίες του αυταρχικού μεταξικού καθεστώτος, για κοινοβουλευτική νομιμότητα, πραγματοποίηση της ελεύθερης λαϊκής βούλησης και κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση.
Το καλοκαίρι του 1942 οι δυο πρώτες αντάρτικες δυνάμεις ήδη δρούσαν στα ελληνικά βουνά, αν και πρέπει να ειπωθεί ότι σε πολλά μέρη της Ελλάδας σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις είχαν αρχίσει να σημειώνονται και λίγο νωρίτερα, ενώ στην Κρήτη θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δε μεσολάβησε διάστημα αδράνειας από το τέλος του πολέμου ως τις πρώτες εκδηλώσεις αντιστασιακής δράσης. Πολλές είναι ακόμη οι αντιστασιακές οργανώσεις που δρούσαν στη διάρκεια της Κατοχής τόσο στην πόλη όσο και στο ύπαιθρο ως ένοπλες ομάδες σε άμεση σύνδεση με το Επιτελείο των Συμμαχικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Ας μνημονεύσουμε μερικές από αυτές: Ιερά Ταξιαρχία, Όμηρος, Κόδρος, Προμηθεύς, Μίδας 614. Στην τελευταία επικεφαλής ήταν ο αξιωματικός Ιωάννης Τσιγάντες, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με Ιταλούς τον Ιανουάριο του 1943.
Η αντίσταση στο εξωτερικό
Στην Aίγυπτο, συγκεντρώθηκαν -γύρω από την εκεί εγκαταστημένη ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό, από τις 21-4-41, τον Εμμανουήλ Τσουδερό- οι δυνάμεις που είχαν μεταφερθεί από την Κρήτη, καθώς και ένα μεγάλο τμήμα της παλαιάς ταξιαρχίας του Έβρου, που κατέφθασε μέσω Τουρκίας μετά τη συνθηκολόγηση στη Μακεδονία. Σ' αυτόν τον αρχικό πυρήνα του Β.Ε.Σ.Μ.Α. (Βασιλικός Ελληνικός Στρατός Μέσης Ανατολής) κατατάχθηκαν επίσης οι πολυάριθμοι φυγάδες που κυρίως προέρχονταν από τα νησιά του Αιγαίου. ’λλωστε, ήδη στην Αίγυπτο, την εποχή της άφιξης της ελληνικής κυβέρνησης, υπήρχε η λεγόμενη Δωδεκανησιακή Φάλαγγα, η οποία εκπαιδευόταν για αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον της υπό ιταλική κατοχή Δωδεκανήσου. Γύρω από αυτές τις ελεύθερες ελληνικές δυνάμεις συσπειρώθηκαν οι χιλιάδες Έλληνες ναυτεργάτες, καθώς και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες που διαπεραιώνονταν εκεί, διαφεύγοντας από την Ελλάδα. Από τον Οκτώβριο του 1941 ιδρύθηκε η Α.Σ.Ο., η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση, γύρω από την οποία συσπειρώνονταν οι έχοντες αντιμοναρχικά αισθήματα.
Τον Ιανουάριο του 1943, εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής παροικίας της Aιγύπτου ίδρυσαν τον Εθνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο (Ε.Α.Σ.), που στη σύνθεση και τους σκοπούς του αντιστοιχούσε με το ελλαδικό Ε.Α.Μ.
Oι ελληνικές δυνάμεις του εξωτερικού μετείχαν στις επιχειρήσεις των Συμμάχων εναντίον του ’ξονα στην Aφρική και αργότερα στην Iταλία. Έλαβαν μέρος και στις δυο κορυφαίες μάχες, του Ελ Αλαμέιν στην Αφρική και του Ρίμινι στην Ιταλία, αλλά και αργότερα στην απόβαση στη Νορμανδία με τις κορβέτες "Τομπάζης" και "Κριεζής".
Η αντιστασιακή δράση στην ύπαιθρο και τις πόλεις
Στην ελληνική ύπαιθρο, o E.Λ.Α.Σ. ανέλαβε αντάρτικο πόλεμο εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών, την πραγματοποίηση δολιοφθορών, την παρεμπόδιση συγκοινωνιών, συνεπικουρώντας, έτσι, στις επιχειρήσεις των Συμμάχων. Aπό το καλοκαίρι του '42, στα ελληνικά βουνά δρούσαν και οι αντάρτικες ομάδες του Ε.Δ.Ε.Σ. και αργότερα και της Ε.Κ.Κ.Α. Ο Ε.Λ.Α.Σ. και ο Ε.Δ.Ε.Σ. συνδύασαν τις δραστηριότητές τους το Νοέμβριο του 1942, σε κοινό βρετανικό σχέδιο για την καταστροφή
της σιδηροδρομικής γραμμής Aθήνας-Θεσσαλονίκης, με την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. H σημασία της ενέργειας αυτής, που θεωρήθηκε από τις θεαματικότερες αντιστασιακές πράξεις της κατεχόμενης Ευρώπης, ήταν τεράστια, διότι παρεκώλυσε τον ανεφοδιασμό των γερμανικών δυνάμεων του Ρόμελ από την Ελλάδα ενώ προκάλεσε ενθουσιασμό και προσδοκίες στο λαό.
Παράλληλα με την πολεμική δράση των ανταρτών στην ύπαιθρο, αλλά και πριν απ' αυτήν, στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις, οργανώθηκαν απεργίες και άλλες δυναμικές μαζικές εκδηλώσεις, οι οποίες, χάρις στη μαζικότητα, τον ενθουσιασμό και την
αποφασιστικότητα του κόσμου που συμμετείχε, κατάφεραν σοβαρά πλήγματα στην κατοχική εξουσία. Οι αυθόρμητες φοιτητικές διαδηλώσεις και οι απεργίες με οικονομικά αιτήματα εξελίχθηκαν σ' ένα τεράστιο κίνημα διαμαρτυρίας που διαρκώς κλιμακωνόταν, ενώνοντας τις αντιστασιακές φωνές, εργατών, δημόσιων υπαλλήλων, επιχειρηματιών, φοιτητών, και πιέζοντας τις αρχές κατοχής, ξένες και ντόπιες. Θρυλική έμεινε η απεργία της 5ης Mαρτίου 1943, οπότε διαδηλώθηκε η αντίδραση του ελληνικού λαού κατά της επιστράτευσης Eλλήνων εργατών για το Pάιχ, η οποία πράγματι κατάφερε να την αναστείλει ενώ, λίγο νωρίτερα, η κηδεία του ποιητή Κωστή Παλαμά έγινε η αφορμή για μια παλλαϊκή διαδήλωση εναντίον της γερμανικής Κατοχής, που συγκλόνισε την Αθήνα.
"Ελεύθερη Ελλάδα"
Στις απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδας (την ορεινή περιοχή που εκτεινόταν από τον Κορινθιακό κόλπο ως τα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και από τις δυτικές πλαγιές της Πίνδου ως την ανατολική ακτογραμμή της Ελλάδας), το Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ. συγκρότησε το Μάρτιο του 1944 την Π.Ε.Ε.Α., ως κεντρικό πολιτικό όργανο για να "συντονίσει τις προσπάθειες και τον αγώνα για την εθνική απολύτρωση και να αναλάβει την υπεύθυνη διοίκηση των ελευθερωμένων περιοχών της χώρας". Εθνικό Συμβούλιο αναδείχτηκε κατόπιν γενικών εκλογών, στις οποίες έλαβαν για πρώτη φορά μέρος και οι γυναίκες, ενώ εξελέγησαν και πέντε γυναίκες εθνοσύμβουλοι.
Στις ελεύθερες ελληνικές περιοχές οργανώθηκε μια πολιτεία βασισμένη, κατά τις διακηρύξεις της, στη λαϊκή εξουσία.
Κύριος στόχος της ήταν η ανάπτυξη ενός νέου συστήματος τοπικής και εθνικής διοίκησης. Υπήρξε μέριμνα και πρόγραμμα για την οργάνωση της οικονομίας, την αναμόρφωση του δικαστικού και εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ εισήχθησαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τη γυναίκα και την κοινωνική της θέση.
Βασικοί κλάδοι της αυτοδιοίκησης που εφαρμόστηκε στην Ελεύθερη Ελλάδα ήταν: 1) Η διοίκηση των δήμων και κοινοτήτων και 2) H λαϊκή δικαιοσύνη. Σε κάθε κοινότητα και δήμο, ιδρύθηκαν λαϊκές επιτροπές (Επιτροπή Λαϊκής Aσφάλειας, Σχολική Επιτροπή, Εκκλησιαστική επιτροπή, Επιτροπή Κοινωνικής Πρόνοιας και Επισιτισμού και Εξελεγκτική Επιτροπή) ενώ πάλι σε κάθε κοινότητα ή δήμο ιδρύθηκαν ένα ή περισσότερα Λαϊκά Δικαστήρια δύο βαθμών (τα τοπικά πενταμελή και τα αναθεωρητικά). Οι δικαστές εκλέγονταν από τον τοπικό πληθυσμό, οι συνεδριάσεις ήταν δημόσιες, εκτός ειδικών περιπτώσεων, ενώ οι αποφάσεις
απαγγέλλονταν φανερά και ήταν οριστικές.
Kατοχυρώθηκε η συμμετοχή των γυναικών στα διάφορα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης. Γενικά η ποικίλη συμμετοχή της γυναίκας γινόταν δεκτή, τόσο στην οργάνωση των λαϊκών συσσιτίων σε πόλεις και χωριά ή ως νοσοκόμες και πλύστρες, σε προέκταση δηλαδή του παραδοσιακού τους ρόλου, όσο και στη συγκρότηση μάχιμων σωμάτων.
Πολιτιστικές δραστηριότητες ελάμβαναν επίσης χώρα. Eξαιρετικές ανάμεσά τους οι θεατρικές δραστηριότητες. Στη δράση της νεολαίας πρέπει να εγγραφεί και η μορφωτική και πολιτιστική προσπάθεια. Με πρωτοβουλία της Ε.Π.Ο.Ν. άνοιξαν και λειτούργησαν τα κλειστά από τους κατακτητές σχολεία, δημιουργήθηκαν σχολεία αναλφάβητων, λαϊκές βιβλιοθήκες, ενώ λειτούργησαν και τα Παιδαγωγικά Φροντιστήρια που εκπαίδευσαν δασκάλους και κυκλοφόρησαν αναγνωστικά βιβλία (Ελεύθερη Ελλάδα και Αετόπουλα), σε μια προσπάθεια να θεμελιωθεί μια νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα για την Ελλάδα. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του E.A.M., στο οποίο πρωτοστάτησαν εξέχουσες πνευματικές προσωπικότητες, όπως η Ρόζα Ιμβριώτη, χάραξε μία νέα προοπτική για τα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας.
Η αρχή της κρίσης
Έντονες διαφορές ιδεών και αντιλήψεων χαρακτήριζαν τους ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στρατεύτηκαν στην υπόθεση του εθνικού αγώνα. Με την πάροδο του χρόνου, οι διαφορετικοί πολιτικοί στόχοι που τελικά φάνηκε ότι έθεταν για τη μεταπολεμική Eλλάδα, ο βαθμός της ταύτισης ή της διάστασής τους προς την εξόριστη βασιλική κυβέρνηση και κυρίως η βρετανική πολιτική στα ελληνικά ζητήματα τους οδήγησαν σταδιακά σε αγεφύρωτη διάσταση. H συνεργασία των αντιστασιακών ομάδων σε επιχειρήσεις δολιοφθοράς σε βάρος των κατακτητών -μείζων ανάμεσά τους η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου- στην ουσία δε διατηρήθηκε μετά το 1942. Η αποτυχία της αποστολής της αντιπροσωπείας των εαμικών ανταρτών στο Κάιρο τον Αύγουστο του 1943 (με αιτήματα τη συμμετοχή τους στην εξόριστη κυβέρνηση και τη μη επιστροφή του βασιλιά στην Ελλάδα παρά μόνον κατόπιν διεξαγωγής θετικού γι' αυτόν δημοψηφίσματος) εξάλειψε κάθε προοπτική συνεργασίας και από τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου άρχισε καταστρεπτική διαμάχη ανάμεσα στον Ε.Λ.Α.Σ. και τον Ε.Δ.Ε.Σ. (ο οποίος ευθυγραμμίστηκε τελικά με τη βασιλική κυβέρνηση απέναντι του Ε.Λ.Α.Σ.), με ένοπλες συμπλοκές, που κατέληξε σε μια κοπιώδη ανακωχή το Φεβρουάριο του 1944. H ίδρυση το Μάρτιο του 1944 από το Ε.Α.Μ. της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.), η οποία θα ασκούσε κυβερνητικές λειτουργίες στην Ελεύθερη Ελλάδα των βουνών, με έδρα το χωριό Κορυσχάδες Ευρυτανίας, θορύβησε τα μέγιστα την εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου.
Στους κόλπους των ελληνικών δυνάμεων του εξωτερικού αναπαράχθηκαν επίσης οι αντιθέσεις που χαρακτήρισαν και τα ελλαδικά αντιστασιακά σώματα μεταξύ τους και ως προς τη βασιλική κυβέρνηση. Την ίδια εποχή, ομάδες των εκεί αξιωματικών και στρατιωτών κινήθηκαν δυναμικά υπέρ του αιτήματος μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. H κίνηση αυτή, που από τους ’γγλους θεωρήθηκε ανταρσία, καταστάλθηκε από κοινές ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις και κατέληξε στον εγκλεισμό 10.000 Ελλήνων στρατιωτών σε στρατόπεδα της Αφρικής.
Αποτέλεσμα της κρίσης αποτέλεσε η ανάδειξη του Γεωργίου Παπανδρέου ως πρωθυπουργού της εξόριστης κυβέρνησης, γεγονός που σημείωσε την αρχή της διαδικασίας συγκρότησης κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Το Μάιο συγκλήθηκε γι' αυτό το σκοπό διάσκεψη στο Λίβανο, όπου παρευρέθηκαν αντιπρόσωποι απ' όλες τις αντιστασιακές και πολιτικές δυνάμεις. Η αρχική άρνηση των εαμικών, παρά την επί τόπου κατάφαση της αντιπροσωπείας τους, να συμφωνήσουν με τις προτάσεις της κυβέρνησης, κάμφθηκε τον Αύγουστο, όχι άσχετα προς την κατάληξη των αγγλοσοβιετικών συνεννοήσεων για τις ζώνες επιρροής στα Βαλκάνια. Δέχθηκαν δευτερεύουσα θέση στην κυβέρνηση Παπανδρέου ενώ, το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, με τη συμφωνία της Καζέρτας, δεσμεύθηκαν να θέσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στη διάθεση των Βρετανών. Τελικά, η κυβέρνηση Παπανδρέου, που εισήλθε στην Αθήνα με την Απελευθέρωση, αποτελούνταν και από έξι υπουργούς από το Ε.Α.Μ.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, νέες εξελίξεις μετά την αποχώρηση των Γερμανών, σε συνδυασμό με τις από καιρό μεθοδεύσεις των Βρετανών, μετά τους πανηγυρισμούς και τη διάθεση ευφορίας που ακολούθησαν την Απελευθέρωση, οδήγησαν πολύ άμεσα στην περιπέτεια ενός σκληρού εμφύλιου πολέμου που συγκλόνισε την Ελλάδα ως το 1949 και σημάδεψε την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας για πολλές δεκαετίες.
Η πολιτιστική ζωή στην κατεχόμενη και την ελεύθερη Ελλάδα
Η περίοδος της Κατοχής υπήρξε μια περίοδος δραματική για τον ελληνικό χώρο, αφού το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού βρέθηκε να απειλείται από την αθλιότητα που προκαλούσε η στέρηση ακόμα και των πιο βασικών αγαθών. Τα "μαύρα χρόνια", στη διάρκεια των οποίων ο θάνατος καραδοκούσε σε κάθε βήμα, υπήρξαν συγχρόνως μια περίοδος που μέσα από τη δυστυχία ξεπήδησε το όνειρο της ελευθερίας και της αντίστασης.
Η πολιτιστική ζωή, λοιπόν, που άνθισε τότε συναρτήθηκε με τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώθηκαν εκείνη την εποχή και προσδιορίστηκε από τη στενή
σύνδεση των δημιουργών με τον υπόλοιπο κόσμο, αφού σε μεγάλο βαθμό τους ένωσε όχι μόνο η ίδια η απελευθερωτική δύναμη της τέχνης, αλλά και οι κοινές μέριμνες, οι δυσκολίες, τα προβλήματα και η συμμετοχή στον κοινό αγώνα.
Καθόλου φτωχή δεν είναι σε τούτη την ιστορική συγκυρία η καλλιτεχνική παραγωγή. Η λογοτεχνία, τα εικαστικά και ανάμεσα σε αυτά η φωτογραφία έδωσαν ένα δημιουργικό παρόν, ενώ κοινωνοί της καλλιτεχνικής έκφρασης του θεάτρου και της μουσικής έγιναν άνθρωποι της υπαίθρου ή της πόλης που ένωσαν τη φωνή τους με τους επώνυμους δημιουργούς.
Η λογοτεχνία
Η πεζογραφική παραγωγή, όσο και το σύνολο του έντυπου λόγου, στην Κατοχή, περιοριζόταν από τη σκληρή λογοκρισία, που προσανατόλιζε τους πνευματικούς ανθρώπους στη διαμαρτυρία ή στην παρανομία.
Λίγα έργα εκδόθηκαν μέσα στην Κατοχή ενώ η πλειονότητα όσων γράφτηκαν κατά τη διάρκειά της παρουσιάστηκε λίγο μετά την απελευθέρωση. Συγγραφείς που ανήκουν σε αυτόν στον κανόνα είναι ο Γιάννης Μπεράτης, ο Λουκής Ακρίτας, ο ’γγελος Τερζάκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης και ο Παντελής Πρεβελάκης.
Δημιουργικοί υπήρξαν και οι ποιητές όπως ο ’γγελος Σικελιανός, που με την εκρηκτική του φύση έκανε αισθητή τη μαχητική του παρουσία, ο Γιάννης Ρίτσος, που έγραφε στη διάρκεια της Κατοχής αλλά εξέδωσε πολύ αργότερα, ο Νίκος
Εγγονόπουλος που με το Μπολιβάρ, το 1944, συνέδεσε τον υπερρεαλισμό με τον πατριωτισμό και ο Γιώργος Σεφέρης που με το Ημερολόγιο καταστρώματος Β' αποτύπωσε τον αντίκτυπο των γεγονότων στη Μέση Ανατολή. Τέλος, το 1943 κυκλοφόρησε σε χειρόγραφο η συλλογή Αμοργός του Νίκου Γκάτσου που συνδύαζε τον υπερρεαλιστικό με τον προφορικό λόγο, και το 1945 ο Οδυσσέας Ελύτης παρουσίασε το ’σμα ηρωϊκό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Κάποιοι από τους προηγούμενους λογοτέχνες διατύπωσαν έναν μαχητικό αντιστασιακό λόγο σε παράνομα φύλλα όπως η Ελευθερία, οι Πρωτοπόροι και τα Σοβιετικά Νέα, αλλά και σε νόμιμες περιοδικές εκδόσεις όπως τα Πειραϊκά Γράμματα, τα Φιλολογικά Χρονικά και τα Καλλιτεχνικά Νέα.
Μεγάλες παρέες λογοτεχνών, εξάλλου, σχηματίστηκαν και σύχναζαν σε διάφορα σπίτια οργανώνοντας ομαδικές συγκεντρώσεις και συμμετέχοντας σε απεργίες,
διαδηλώσεις και εράνους. Κάποιοι από αυτούς είναι η Έλλη Αλεξίου, ο Τάσος Αθανασιάδης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, ο Σωτήρης Σκίπης, η Τατιάνα Σταύρου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Μέλπω Αξιώτη, η Διδώ Σωτηρίου, ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, ο Νίκος Καρβούνης και ο Γιώργος Λαμπρινός.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως την ίδια εποχή εμφανίστηκαν και καλλιτέχνες της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, τμήμα της οποίας είχε αντικείμενο έμπνευσης τα γεγονότα της Κατοχής και της αντίστασης. Ακόμα εντυπωσιακός ήταν ο όγκος της αντιστασιακής ποίησης που δημιουργήθηκε αυτή την εποχή. Εξάλλου, αντιστασιακά τραγούδια που συντέθηκαν στις συνθήκες του βουνού ακολούθησαν τα χαρακτηριστικά των δημοτικών ασμάτων ή αποτέλεσαν διασκευές γνωστών διεθνών επαναστατικών ύμνων και λαϊκών σκοπών, που έμειναν στη μνήμη ανασημασιοδοτώντας το περιεχόμενό τους ανάλογα με τις απαιτήσεις των καιρών.
Θέατρο
Το θέατρο έδωσε το παρόν εμψυχώνοντας και ψυχαγωγώντας τους Έλληνες πολίτες σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Στις κατεχόμενες πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα οι δυσκολίες που επέβαλλαν η σκληρή λογοκρισία, η οικονομική κρίση και ο περιορισμός της κυκλοφορίας δεν πτόησαν τους καλλιτέχνες. Συχνά γνωστοί θίασοι όπως αυτός της "Κατερίνας", των Βεάκη-Μανωλίδου-Παπά-Δενδραμή ή του "Θεάτρου Τέχνης" επινόησαν διάφορα τεχνάσματα όπως την αλλαγή των ονομάτων των θεατρικών συγγραφέων και των τίτλων των έργων καθώς η λογοκρισία απαγόρευε, μεταξύ άλλων και το ανέβασμα παραστάσεων από το δραματολόγιο των συμμαχικών χωρών. Οι απόπειρες αυτές, όταν γίνονταν αντιληπτές, οδηγούσαν σε επιβολή χρηματικών ποινών ή και στο κλείσιμο των θεάτρων.
Οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου βρέθηκαν συχνά στο στόχαστρο των Γερμανών
με αποκορύφωμα το περίφημο μπλόκο του Εθνικού (1943), κατά το οποίο έγιναν συλλήψεις γνωστών ονομάτων της θεατρικής σκηνής με αφορμή μια συνέλευση των ηθοποιών.
Όμως η θεατρική δραστηριότητα πήρε άλλες διαστάσεις στην ελεύθερη Ελλάδα. Το αντιστασιακό θέατρο, άρρηκτα συνδεμένο με τις επιταγές του αγώνα, ζωντάνευε ήρωες της επανάστασης του 1821 ή αναπαριστούσε τη ζωή των ανταρτών στα βουνά και των καθημερινών ανθρώπων στην ύπαιθρο. Με έργα συχνά αυτοσχέδια, που μάλιστα κάποιες φορές γράφονταν ομαδικά, το θέατρο του βουνού στηνόταν σε πλατείες και σχολεία και έδινε την ευκαιρία σε απλούς ανθρώπους, ερασιτέχνες ηθοποιούς, να γνωρίσουν τη μέθεξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Σημαντικές φυσιογνωμίες που έγραφαν και οργάνωναν τις θεατρικές παραστάσεις ήταν ο Βασίλης Ρώτας, που ασχολήθηκε και με το κουκλοθέατρο, ο Γιώργος Κοτζιούλας και ο Γεράσιμος Σταύρου, ενώ συστηματικά παραστάσεις κουκλοθεάτρου γίνονταν από το Νίκο Ακίλογλου.
Εικαστικά-Φωτογραφία
Στο χώρο των εικαστικών τεχνών πολλοί ήταν οι καλλιτέχνες που εμπνεύστηκαν από τις εμπειρίες της Κατοχής και τις αποτύπωσαν στη δουλειά τους. Γνωστά είναι τα χαρακτικά του Γιάννη Κεφαλληνού, της Βάσως Κατράκη και του Τάσσου, η τεχνική των οποίων επέτρεπε την αναπαραγωγή τους και τα καθιστούσε προσιτά στο ευρύ κοινό. Τούτα τα έργα όπως και οι ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, που από το 1942 δημοσιεύονταν στη Νέα Εστία, αντλούσαν τα θέματά τους από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο ελληνικός λαός στις εφιαλτικές συνθήκες της Κατοχής και από τους αγώνες της αντίστασης.
Αντίστοιχες θεματικές αξιοποίησαν στο έργο τους οι Μίνως Αργυράκης, Ηλίας Φέρτης, Βάλιας Σεμερτζίδης, αλλά και πιο νέοι καλλιτέχνες, σπουδαστές τότε της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όπως οι Γιώργος Βακιρτζής, Νίκος Μπάρμπογλου και Γιάννης Στεφανίδης. Όλοι οι παραπάνω πραγματοποίησαν εκθέσεις στην ελεύθερη Ελλάδα, ενώ ο Γιάννης Στεφανίδης σχεδίασε το σήμα της Ε.Π.Ο.Ν.
Μια πολύτιμη ιστορική μαρτυρία, στο τέλος αυτής της τραγικής εποχής, έδωσαν σημαντικοί Έλληνες φωτογράφοι όπως η Βούλα Παπαϊωάννου, ο Κώστας Μπαλάφας και ο Σπύρος Μελετζής.
Η Βούλα Παπαϊωάννου, με τη βοήθεια του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού, εξέδωσε και φυγάδευσε στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της Κατοχής ένα χειροποίητο
λεύκωμα με υλικό από τους λιμοκτονούντες Έλληνες και τα αποσκελετωμένα παιδιά που φωτογράφιζε στα νοσοκομεία που επισκεπτόταν. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών περιόδευσε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας προκειμένου να καταγράψει τις καταστροφές και τις συνθήκες ζωής στην ύπαιθρο.
Ο Κώστας Μπαλάφας και ο Σπύρος Μελετζής καθιερώθηκαν με το έργο τους ως οι εικονογράφοι της αντίστασης.
Ο Κώστας Μπαλάφας έφυγε το 1942 στο βουνό και κατατάχτηκε στον Ε.Λ.Α.Σ. Στο 85ο Σύνταγμα όπου εντάχθηκε, είχε την ευκαιρία να κινείται ελεύθερα και με τη βοήθεια του Λέανδρου Βρανούση, του νεότερου εθνοσύμβουλου της Π.Ε.Ε.Α., που κρατούσε σημειώσεις, συγκέντρωσε ένα πολύτιμο φωτογραφικό υλικό. Αυτές οι φωτογραφίες, που αποτελούν μαρτυρία και οδοιπορικό μαζί και που διασώθηκαν με πολύ κόπο, αποτελούν ένα αδιαμφισβήτητο τεκμήριο της νεότερής μας ιστορίας.
Ο Σπύρος Μελετζής πάλι, οπλισμένος με τη φωτογραφική του μηχανή ανέβηκε στα απελευθερωμένα ελληνικά βουνά και απαθανάτισε, ήδη από το 1942, πολλούς επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές και πολιτικά πρόσωπα, αλλά και σημαντικές ιστορικές στιγμές του αγώνα, όπως τη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου στους Κορυσχάδες (Μάιος 1944). Με ιδιαίτερη ευαισθησία πρόβαλε στο έργο του τις γυναικείες μορφές, για παράδειγμα τις αντάρτισσες, ενώ συνολικά στη δημιουργία του ανιχνεύεται ένα έντονο ενδιαφέρον για ζητήματα αισθητικής που αποδίδεται με μια διάθεση υπέρβασης του πραγματικού.
Εισαγωγή: Απελευθέρωση
H ταχεία προέλαση του σοβιετικού στρατού προς τα Bαλκάνια, που απειλούσε να αποκλείσει τις γερμανικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, υποχρέωσε τους Γερμανούς ν' απομακρυνθούν το συντομότερο από την Eλλάδα. Η αναχώρησή τους άρχισε από την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκαν η Aθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σ' ένα τεράστιο λαϊκό παραλήρημα. Eλληνικές σημαίες και καμπανοκρουσίες πλημμύρισαν την πρωτεύουσα, ενώ πλήθη κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό. Με ενθουσιασμό έγιναν δεκτά στην πρωτεύουσα τα βρετανικά στρατεύματα ενώ οι εορτασμοί κορυφώθηκαν με την άφιξη του Παπανδρέου και της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στις 18 του ίδιου μήνα.
Πίσω, όμως, από την πανηγυρική και συναινετική ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης, επικρέμονταν εκείνα τα προβλήματα και οι αντιθέσεις, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα ξεσπούσαν για να κορυφωθούν στην εμφύλια τραγωδία.
Η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη. Οι απώλειες του ελληνικού λαού στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα ήταν πάμπολλες: ο αριθμός των νεκρών σε μάχες, των εκτελεσμένων και δολοφονημένων, όσων θανατώθηκαν ως όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα και όσων πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανέρχεται σε περίπου 500.000. Τα πάσης φύσεως καμένα κτίρια υπολογίζονται στα 155.000 ενώ οι πυροπαθείς οικογένειες σε 111.000 σε όλη την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι 1.700 ήταν τα ολοκληρωτικά πυρπολημένα ελληνικά χωριά. Οι ζημιές στην οικονομία υπολογίζονται σε 40-80% μείωση της γεωργικής παραγωγής στα διάφορα αγροτικά προϊόντα, μείωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου κατά 50% για τα μεγάλα ζώα και 30% για τα μικρά, ελάττωση των δασών κατά 20%, καταστροφή των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων και νέκρωση της σχετικής παραγωγής, ελάττωση της βιομηχανικής
παραγωγής κατά 50%, καταστροφή των συγκοινωνιών, δηλαδή του σιδηροδρομικού υλικού και δικτύου και του οδικού δικτύου, αρπαγή του 70% των αυτοκινήτων, καταστροφή λιμανιών και της διώρυγος της Κορίνθου, απώλεια κατά 73% της εμπορικής και επιβατηγού ναυτιλίας της χώρας. Για την Ελλάδα, η μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη επανέφερε το αίτημα για ικανοποίηση των εθνικών αξιώσεων της χώρας όσον αφορά στην ενσωμάτωση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου και των Δωδεκανήσων. Ο ρόλος της χώρας στο συμμαχικό αγώνα και οι αρχές που περιλήφθηκαν σε διεθνείς διακηρύξεις, όπως ο Χάρτης του Ατλαντικού (Αύγουστος 1941) και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (Ιούνιος 1945), δημιουργούσαν αισιοδοξία για την ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος. ’λλωστε, στη διάρκεια του πολέμου, δεν είχαν λείψει οι διαπραγματεύσεις και οι συζητήσεις για τα ζητήματα αυτά τόσο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους Βρετανούς, όσο και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Από τις ελληνικές προσδοκίες εκπληρώθηκε μόνο αυτή που αφορούσε στην ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, που πραγματοποιήθηκε με τη Συνθήκη των Παρισίων το Φεβρουάριο του 1947. Οι αξιώσεις για τα εδάφη της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου προσέκρουσαν στην προτεραιότητα των Μεγάλων Δυνάμεων για διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων και αποφυγή νέων αναταραχών στην ευρύτερη περιοχή, έναντι της εφαρμογής των εξαγγελμένων αρχών. Οι, κατά την εκτίμησή τους, επιπτώσεις που θα είχε η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου στην Ελλάδα ως προς την ισορροπία του χώρου αλλά και η υποτονικότητα της ίδιας της Ελλάδας, λόγω της ταραγμένης κατάστασης στο εσωτερικό της, την εποχή των διαπραγματεύσεων, οδήγησαν στον αποκλεισμό των περιοχών αυτών από την ελληνική εθνική επικράτεια. Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, η Ελλάδα απέκτησε τα οριστικά της σύνορα.

Από το θρίαμβο της Απελευθέρωσης στην τραγωδία του Εμφυλίου Τα Δεκεμβριανά
Στο αμέσως επόμενο της απελευθέρωσης (18 Οκτωβρίου 1944) διάστημα, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας συγκλονίστηκε από σοβαρότατες αντιθέσεις που σχετίζονταν με την ευρεία κοινωνική και πολιτική αναταραχή σε ολόκληρη τη χώρα και οξύνονταν ακόμα περισσότερο με την ανοιχτή και συστηματική παρέμβαση των Βρετανών, που ήταν αποφασισμένοι να επιλύσουν το ζήτημα σύμφωνα με τις πολιτικές τους βλέψεις.
Η κυβέρνηση κλήθηκε να αντιμετωπίσει το οξύτατο οικονομικό πρόβλημα που απειλούσε με λιμό τον πληθυσμό και καθιστούσε τους Έλληνες πολίτες θύματα των μαυραγοριτών. Ταυτόχρονα, τέθηκε το θέμα της παραδειγματικής τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή και τέλος, η μεθόδευση του αφοπλισμού των αντάρτικων ομάδων. Ήδη στην επαρχία σημειώνονταν σκληρές μάχες ελασιτών ανταρτών με τα Τάγματα Ασφαλείας καθώς και πράξεις αντεκδίκησης για τη δράση συνεργατών κατά την Κατοχή, οι οποίες, εξαιτίας της φορτισμένης ατμόσφαιρας και της όξυνσης των παθών, έφθασαν και σε πολλές ακρότητες.
Το σημείο αιχμής που τελικά δίχασε την κυβέρνηση και επέσπευσε τον εμφύλιο πόλεμο ήταν το ζήτημα του αφοπλισμού των ανταρτών.
Η πρόταση για γενικό αφοπλισμό, από τον οποίο όμως θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, μονάδες που είχαν συγκροτηθεί μετά την καταστολή της ανταρσίας της Μέσης Ανατολής, δημιούργησε αντιδράσεις. Η τελική απόρριψη της εναλλακτικής προτάσεως για ενοποίηση δυνάμεων του Ε.Λ.Α.Σ., ίσων με το σύνολο των δυνάμεων της Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ιερού Λόχου, οδήγησαν στην παραίτηση των εαμικών υπουργών στις 2 Δεκεμβρίου 1944.
Στις 3 Δεκεμβρίου, το Ε.Α.Μ. κατέβηκε σε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος. Η πρωτοφανής σε όγκο διαδήλωση κατέληξε σε συμπλοκές μεταξύ αμάχων και αστυνομίας με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Την επομένη οργανώθηκε γενική απεργία. Η Αθήνα μεταβλήθηκε σε πεδίο μαχών ανάμεσα σε μονάδες του Ε.Λ.Α.Σ. και στις κυβερνητικές δυνάμεις που περιλάμβαναν έναν αριθμό ανδρών από τα Τάγματα Ασφαλείας καθώς και τμήματα της χωροφυλακής, ενώ υποστηρίζονταν από βρετανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη κράτησαν περίπου ένα μήνα και επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Το κέντρο όμως των μαχών αποτέλεσε η Αθήνα που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα υπέστη πολλές καταστροφές και ερημώθηκε από τους βομβαρδισμούς και τις οδομαχίες. Το αποτέλεσμα κρίθηκε τελικά από την τεράστια υπεροχή σε άνδρες και πολεμικό υλικό των Βρετανών,
που ενισχύθηκαν με δύο ολόκληρες μεραρχίες, μια ταξιαρχία και αρκετά τάγματα. Η Μεγάλη Βρετανία που δε δίστασε να χρησιμοποιήσει πολεμικά αεροπλάνα, πολεμικά πλοία και τανκς ακολούθησε στην περίπτωση της Ελλάδας, συμμάχου στον αντιαξονικό αγώνα, την ίδια τακτική με αυτήν που εφάρμοζε για να επιβάλει την εξουσία της στις αποικίες. Από τις πρώτες μέρες οι ’γγλοι με τη συνεργασία της ελληνικής αστυνομίας συγκέντρωσαν έναν αριθμό αιχμαλώτων που υπολογίζεται στους 7.540 και τους μετέφεραν στη Μέση Ανατολή. Ο Ε.Λ.Α.Σ. πάλι, αποχωρώντας από την Αθήνα, κράτησε έναν αριθμό ομήρων που πιστεύεται ότι έφτασε τους 15.000. Οι δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ., που προέβαλαν σκληρή αλλά καταδικασμένη αντίσταση, στις 6 Ιανουαρίου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Στις 11 Ιανουαρίου 1945, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον ’γγλο στρατηγό Scobie, οι μάχες σταμάτησαν.
Ωστόσο, η περίοδος που ακολούθησε σημαδεύτηκε από δυσάρεστες αντιπαραθέσεις που οδήγησαν σταδιακά σε δραματικότερες εξελίξεις. Δύο πολιτικοί χώροι θα συγκρούονταν για την εξουσία και την πορεία της χώρας μέσα στις μεταπολεμικές συνθήκες.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας, 12 Φεβρουαρίου 1945
Στις 12 φεβρουαρίου 1945 υπογράφτηκε η ειρηνευτική συμφωνία της Βάρκιζας. Επρόκειτο για μια συμφωνία η οποία τερμάτιζε και θεσμικά τις πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 1944 και αποσκοπούσε στη συμφιλίωση των αντίπαλων παρατάξεων στη χώρα.
Στις συνομιλίες πήραν μέρος, εξουσιοδοτημένοι από την κυβέρνηση Πλαστήρα, ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Σοφιανόπουλος, ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης και ο υπουργός Γεωργίας Ιωάννης Μακρόπουλος, ενώ την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποτελούσαν ο Γεώργιος Σιάντος, γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του Κ.Κ.Ε., ο Δημήτριος Παρτσαλίδης, γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του Ε.Α.Μ. και ο Ηλίας Τσιριμώκος, γενικός γραμματέας της Ε.Λ.Δ. Κάθε πλευρά είχε μαζί της τρεις στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες, ενώ τις εργασίες επέβλεπαν στενά οι Βρετανοί επίσημοι στην Αθήνα.
Η συμφωνία περιλάμβανε εννέα άρθρα βάσει των οποίων αποκαθιστούνταν οι αστικές ελευθερίες, και κυρίως η ελευθερία του Τύπου και οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, εξασφαλιζόταν εκτεταμένη αμνηστεία με εξαίρεση τα αδικήματα κοινού δικαίου κατά της ζωής και της περιουσίας, ενώ λαμβανόταν η δέσμευση από την πλευρά της κυβέρνησης για εκκαθάριση των δημόσιων υπηρεσιών, της χωροφυλακής, της ασφάλειας και της αστυνομίας. Για το Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ. οριζόταν η υποχρέωση της απελευθέρωσης των ομήρων του καθώς και του αφοπλισμού των ενόπλων τμημάτων του.
Τέλος, η ελληνική κυβέρνηση υποσχόταν να συγκροτήσει έναν εθνικό στρατό στον οποίο θα γίνονταν δεκτά και μέλη του Ε.Λ.Α.Σ. και δεσμευόταν για τη διεξαγωγή γνήσιου και ελεύθερου δημοψηφίσματος το ταχύτερο δυνατόν μέσα στο 1945.
Η σημασία της συμφωνίας αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το κείμενό της δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πράγμα που προσέδιδε στο περιεχόμενό της την ισχύ νόμου.
Ωστόσο, οι εκατέρωθεν παραβιάσεις των όρων της οδήγησαν σε νέα πολιτική πόλωση και στα δραματικά γεγονότα του τελευταίου σταδίου ενός σκληρού εμφυλίου πολέμου που διήρκεσε ως το 1949. Οι ακρότητες που σημειώθηκαν στη διάρκειά του τραυμάτισαν επί δεκαετίες τη συνοχή του κοινωνικού ιστού της χώρας και αλλοίωσαν ανεπανόρθωτα την παραγωγική και κοινωνική γεωγραφία του ελληνικού λαού.